Old_Test.
(Menu)
Genesis
Exodus
Leviticus
Numbers
Deuteronomy

Joshua
Judges
Ruth
1Samuel
2Samuel
1Kings
2Kings
1Chronicles
2Chronicles
Ezra
Nehemiah
Esther

Psalms
Proverbs
Job
Ecclesiastes
Song

Isaiah
Jeremiah
Baruch
Ezekiel
Daniel
Hosea
Joel
Amos
Obadiah
Jonah
Micah
Nahum
Habbakuk
Zephaniah
Haggai
Zechariah
Malachi

Tobit
Judith
1Maccabees
2Maccabees
Sirach
Wisdom
New_Test.
(Menu)
Matthew
Mark
Luke
John
Acts

Romans
1 Corinthians
2 Corinthians
Galatians
Ephesians
Colossians
1 Thessalonians
2 Thessalonians
Philemon
1 Timothy
2 Timothy
Titus

Hebrews
James
1 Peter
2 Peter
1-3John
Jude
Revelation

Ἡ Καινὴ Διαθήκη

Josephus
(Menu)
Who was Josephus?
Maps, Graphics
Highlights
Translation

THE JEWISH WAR
War, Volume 1
War, Volume 2
War, Volume 3
War, Volume 4
War, Volume 5
War, Volume 6
War, Volume 7

THE ANTIQUITIES
Ant. Jud., Bk 1
Ant. Jud., Bk 2
Ant. Jud., Bk 3
Ant. Jud., Bk 4
Ant. Jud., Bk 5
Ant. Jud., Bk 6
Ant. Jud., Bk 7
Ant. Jud., Bk 8
Ant. Jud., Bk 9
Ant. Jud., Bk 10
Ant. Jud., Bk 11
Ant. Jud., Bk 12
Ant. Jud., Bk 13
Ant. Jud., Bk 14
Ant. Jud., Bk 15
Ant. Jud., Bk 16
Ant. Jud., Bk 17
Ant. Jud., Bk 18
Ant. Jud., Bk 19
Ant. Jud., Bk 20

OTHER WRITINGS
Apion, Bk 1
Apion, Bk 2
Autobiog.


Apocrypha
(Menu)
Introduction

Gospel of--
-- Nicodemus
-- Peter
-- Ps-Matthew
-- James (Protevangelium)
-- Thomas (Infancy)
-- Thomas (Gnostic)
-- Joseph of Arimathea
-- Joseph_Carpenter
Pilate's Letter
Pilate's End

Apocalypse of --
-- Ezra
-- Moses
-- Paul
-- Pseudo-John
-- Moses
-- Enoch

Various
Clementine Homilies
Clementine Letters
Clementine Recognitions
Dormition of Mary
Book of Jubilees
Life of Adam and Eve
Odes of Solomon
Pistis Sophia
Secrets of Enoch
Tests_12_Patriarchs
Veronica's Veil
Vision of Paul
Vision of Shadrach

Acts of
Andrew
Andrew & Matthias
Andrew & Peter
Barnabas
Bartholomew
John
Matthew
Paul & Perpetua
Paul & Thecla
Peter & Paul
Andrew and Peter
Barnabas
Philip
Pilate
Thaddaeus
Thomas in India

Daily Word 2019

SEASONS of:
Advent
Christmastide
Lent
Eastertide

SUNDAYS, Year A
Sundays, 1-34, A
SUNDAYS, Year B
Sundays, 1-34, B
SUNDAYS, Year C
Sundays, 1-34, C

WEEKDAYS
(Ordinary Time)
Weeks 1-11 (Year 1)
Weeks 1-11 (Year 2)

Wks 12-22 (Year 1)
Wks 12-22 (Year 2)

Wks 23-34 (Year 1)
Wks 23-34 (Year 2)

OTHER
Solemnities
Baptisms
Weddings
Funerals
Saints Days

Patristic
(Menu)


Clement of Rome

Ignatius of Antioch

Polycarp of Smyrna

Barnabas,(Epistle of)

Papias of Hierapolis

Justin, Martyr

The Didachë

Irenaeus of Lyons

Hermas (Pastor of)

Tatian of Syria

Theophilus of Antioch

Diognetus (letter)

Athenagoras of Alex.

Clement of Alexandria

Tertullian of Carthage

Origen of Alexandria

Κατὰ Λουκά, στην  Δημοτική

 Matt . . .   Mark . . Luke . . John . . Acts
 
Κεφάλ. 1
Κεφάλ. 2
Κεφάλ. 3
Κεφάλ. 4
Κεφάλ. 5
Κεφάλ. 6
Κεφάλ. 7
Κεφάλ. 8
Κεφάλ. 9
Κεφάλ. 10
Κεφάλ. 11
Κεφάλ. 12
Κεφάλ. 13
Κεφάλ. 14
Κεφάλ. 15
Κεφάλ. 16
Κεφάλ. 17
Κεφάλ. 18
Κεφάλ. 19
Κεφάλ. 20
Κεφάλ. 21
Κεφάλ. 22
Κεφάλ. 23
Κεφάλ. 24
Demotic version of Codex Vaticanus, with the original paragraph numbering plus the 13th century chapter divisions.

Chapter 1

1. Επειδής πολλοί προσπάθησαν το να καταστρώσουν ιστορία των περιστατικών που μάθαμε, καθώς μας τα παράδωκαν όσοι είδαν από την αρχή και δούλεψαν το λόγο, αποφάσισα κι’ εγώ — που ξέτασα από την πηγή τους όλα σωστά — να σ' τα γράψω με τη σειρά, λαμπρότατε Θεόφιλε, για να καταλάβεις των λόγων που κατηχήθηκες την αλήθια.

2. Στον καιρό του Ηρώδη του βασιλέα της Ιουδαίας ζούσε κάπιος παπάς με όνομα Ζαχαρίας από τη σειρά Αβιά, κι’ είχε γυναίκα από τις κόρες του Ααρώμ και τ' όνομα της Ελεισάβετ. Κι' είταν ενάρετοι κι’ οι διο στα μάτια του Θεού, πηγαίνοντας μ' όλες τις εντολές και τους κανόνες του Κυρίου δίχως σφάλμα. Και παιδί δεν είχαν, επειδή 'τανε στείρα η Ελεισάβετ και των διονών τους περασμένη η ηλικία. Και συνέβηκε, ενώ λειτουργούσε με την αράδα της σειράς του στο Θεό μπροστά, κατά τα συνειθισμένα των παπάδων κληρώθηκε να μπει και να θυμιάσει στο ναό του Κυρίου· κι’ όλο το πλήθος του λαού προσκύναε όξω την ώρα του θυμιασμού. Και του φανερώθηκε άγγελος Κυρίου στέκοντας δεξά από το θυσιαστήρι του θυμιασμού. Και ταράχτηκε ο Ζαχαρίας σαν τον είδε, και τον πλάκωσε φόβος. Κι' ο άγγελος του είπε «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί συνακούστηκε η παράκλησή σου, κι’ η γυναίκα σου η Ελεισάβετ θα σου γεννήσει γιο και να κράξεις τ' όνομά του Ιωάνη, και χαρά θα σούναι κι’ αναγάλλιαση και με τη γέννησή του θα χαρούν πολλοί· γιατί μεγάλος θα γενεί στα μάτια του Κυρίου, και κρασί και σίκερα δε θα πιεί, κι’ άγιο θα γιομίσει πνέμα ακόμα από την κοιλιά της μάννας του, και γιους πολλούς του Ισραήλ θαν τους ματαγυρίσει στον Κύριο το Θεό τους. Και θα προβάλει πριν του με Ηλία πνέμα και δύναμη να ξαναγυρίσει καρδιές πατέρων σε παιδιά κι’ άπειθους σε γνώμη ενάρετων ανθρώπων, ετοιμάζοντας του Κυρίου λαό καταρτισμένο.»

Κι' είπε ο Ζαχαρίας στον άγγελο «Πώς θαν το ξέρω αυτό; Γιατί εγώ 'μαι γέρος και περασμένα της γυναίκας μου τα χρόνια.» Κι' ο άγγελος απάντησε και τούπε «Εγώ 'μαι ο Γαβριήλ που παραστέκω στο Θεό μπροστά, και στάλθηκα να σου μιλήσω και να σου φέρω τούτο το καλό το μήνημα. Και θα μένεις άλαλος και μη μπορώντας να μιλήσεις στη μέρα ότα θα γενούν αυτά, γιατί δεν πίστεψες τα λόγια μου που θ' αληθέψουνε στην ώρα τους. Και πρόσμενε ο λαός το Ζαχαρία κι απορούσαν πώς αργούσε μέσα στο ναό. Και σα βγήκε, δεν κατόρθωνε ναν τους μιλήσει, και κατάλαβαν πως ίδωμα είδε μέσα στο ναό. Κι' αυτός τους ένευε κι’ έμενε βουβός. Και συνέβηκε, σαν τέλιωσαν οι μέρες της δουλιάς του, έφυγε στο σπίτι του. Κι' ύστερα απ' αυτές τις μέρες σύλλαβε η Ελεισάβετ η γυναίκα του, και κρυβότανε μήνες πέντε λέγοντας πως «Έτσι μού κανε ο Κύριος όταν έρρηξε ματιά για να μου σβύσει τη ντροπή μου μέσα στους ανθρώπους.»

3. Και το μήνα της τον έχτο στάλθηκε ο άγγελος Γαβριήλ από το Θεό σε χώρα της Γαλιλαίας που τη λένε Ναζαρέτ σε κόρη αρρεβωνιασμένη άντρα μ' όνομα Ιωσήφ από το γένος του Δαυείδ, και τ' όνομα της κόρης Μαριάμ. Και μπήκε και της είπε «Χαίρου, χαριτωμένη· ο Κύριος μαζί σου.» Κι' αυτή ταράχτη με το λόγο, και συλλογιζότανε τι τάχα σήμαινε ο χαιρετισμός αυτός. Κι' ο άγγελος της είπε «Μη φοβάσαι, Μαριάμ· γιατί ο Θεός σ' ευνόησε. Και νά θενά συλλάβεις και γεννήσεις γιο, και τ' όνομά του ναν το πεις Ιησού. Αυτός μεγάλος θα γενεί κι’ Ύψιστου γιος θα ονομαστεί, και θαν του δώκει ο Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαυείδ του πατέρα του, και στη φύτρα του Ιακώβ θα βασιλεύει στους αιώνες, κι’ η βασιλεία του δε θάχει τέλος.» Κι' είπε η Μαριάμ στον άγγελο «Πώς θα γίνει αυτό αφού άντρα δε γνωρίζω;» Κι' ο άγγελος της αποκρίθη κι’ είπε «Πνέμα άγιο θενά κατεβεί σ' εσένα, και δύναμη του Ύψιστου θα σε σκεπάσει. Γι' αυτό και τ' άγιο που γεννιέται θαν το πούνε γιο Θεού. Και να η συγγενήδισσά σου η Ελεισάβετ σύλλαβε κι’ αυτή στα γερατιά της γιο, κι’ αυτός της είναι ο έχτος της ο μήνας, αυτής της στείρας που την έλεγαν· τι λόγος από το Θεό δε θα φανεί ακατόρθωτος.» Κι' είπε η Μαριάμ «Νά τη η σκλάβα του Κυρίου· ας γίνει μου κατά το λόγο σου.» Κι' έφυγε ο άγγελος και την αφήκε.

4. Κι' η Μαριάμ σηκώθηκε μια μέρα τότες και πήγε στ' αψηλότοπα τα μέρη βιαστικά σε χώρα του Ιούδα, και μπήκε μέσ' στου Ζαχαρία το σπίτι και χαιρέτησε την Ελεισάβετ. Και συνέβηκε, όταν άκουσε η Ελεισάβετ της Μαρίας το χαιρετισμό, πήδησε μέσα στην κοιλιά της το παιδί, και γιόμισε άγιο πνέμα η Ελεισάβετ κι’ έκραξε με φωνή μεγάλη κι’ είπε «Βλογημένη εσύ γυναίκα και βλογητός ο καρπός της κοιλιάς σου. Και πώς μου αυτό, το νάρθει η μάννα του Κυρίου μου σ' εμένα; Τι νά στ' αυτιά μου μόλις ήρθε του χαιρετισμού σου η φωνή, και το παιδί αναγάλλιασε και πήδησε μέσ' στην κοιλιά μου. Και μακαρισμένη αυτή που πίστεψε, τι θ' αληθέψουν όσα της είπε ο Κύριος.»

5. Κι' η Μαριάμ είπε «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο, κι’ αναγάλλιασε ο νους μου με το Θεό το σωτήρα μου, γιατί έρρηξε ματιά στην ταπεινοσύνη της σκλάβας του. Τι να από τώρα οι γενεές θενά με μακαρίζουν όλες που μού κανε μεγάλα ο δυνατός. Και τ' όνομά του άγιο· και σ' όσους τον φοβούνται η σπλαχνιά του ως σε γενεές και γενεές. Νίκη νίκησε με το χέρι του σκορπίζοντας περήφανους κατά το στοχασμό της καρδιάς τους· σημαντικούς κατέβασε από θρόνους και ταπεινούς ανύψωσε· πεινασμένους χόρτασε αγαθά και πλουτισμένους έδιωξε αδιανούς· το δούλο του αντιστήριξε τον Ισραήλ και τη σπλαχνιά του, καθώς είπε των πατέρων μας, θυμήθη για τον Αβραάμ και για το σπέρμα του ως στον αιώνα.»

Κι' έμεινε η Μαριάμ μαζί της ως τρεις μήνες, και γύρισε σπίτι της.

6. Και της Ελεισάβετ έφτασε ο καιρός της να γεννήσει, και γέννησε γιο. Κι' ακούσανε οι γειτόνοι κι’ οι δικοί της πως της πλήθηνε τη σπλαχνιά του ο Κύριος και τήνε συνεχαίρουνταν. Και συνέβηκε, την όγδοη τη μέρα ήρθανε να κάνουν του παιδιού περιτομή, κι’ είτανε ναν το πουν με τ' όνομα το πατρικό του Ζαχαρία. Κι' η μητέρα του αποκρίθη κι’ είπε «Όχι, παρά θα ονομαστεί Ιωάνης.» Και της είπαν πως «Κανείς από το γένος σου δε λέγεται μ' ετούτο τ' όνομα.» Κι' ένευαν του πατέρα του σαν τι να θέλει ναν το κράξουν. Και ζητώντας πλάκα έγραψε κι’ είπε «Ιωάνης είναι τ' όνομά του.» Κι' απορούσαν όλοι. Και στη στιγμή ανοίχτηκε το στόμα του κι’ η γλώσσα, και μίλαε ευλογώντας το Θεό. Κι' έπιασε φόβος όλους τους γειτόνους, και σ' όλον το βουνότοπο της Ιουδαίας διαλαλούνταν όλα αυτά τα λόγια, και τάβαλαν όσοι τ' ακούσανε όλοι μέσα στην καρδιά τους λέγοντας «Τι θα γίνει τάχα ετούτο το παιδί;» Τι είταν μαζί του χέρι του Κυρίου.

7. Κι' ο Ζαχαρίας ο πατέρας του γιόμισε πνέμα άγιο, και προφήτεψε λέγοντας «Βλογητός ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ τι ήρθε να δει και ξαγοράσει το λαό του, και κέρατο φανέρωσε για μας σωτηρίας, για μας το γένος του Δαυείδ του δούλου του (όπως είπε με το στόμα των άγιων από τον αιώνα προφητών του), σωτηρίας από 'τους οχτρούς μας κι’ απ' το χέρι όλων όσοι μας μισούν, ελεώντας τους πατέρες μας, και μην ξεχάνοντας τη διαθήκη του την άγια, τον όρκο π' άμωσε του Αβραάμ του πατέρα μας, το πώς θα μας χαρίσει να γλυτώσουμε από χέρι οχτρών κι’ άφοβα ναν τον προσκυνούμε μ' αγιοσύνη ομπρός του κι’ αρετή κάθε μας ημέρα. Και, παιδί μου, κι’ εσένα θα σε πουν του Ύψιστου προφήτη, τι πριν θα πας από τον Κύριο τους δρόμους του να ετοιμάσεις, μηνώντας στο λαό του σωτηρία με συχώριο των κριμάτων τους, χάρη στα πονετικά τα σπλάχνα του Θεού μας, που χάρη τους θα μας κοιτάξει από τα ύψη ανατολή, φωτίζοντας τους καθισμένους μέσα σε σκοτάδι κι’ ήσκιο του θανάτου κι’ ίσια τον πόδα μας κατά το δρόμο της ειρήνης οδηγώντας.»

Και το παιδί μεγάλωνε και του δυνάμωνε ο νους, κι’ έμενε στους λόγγους ως να φτάσει η μέρα να φανερωθεί στον Ισραήλ


Chapter 2

8. Και συνέβηκε τις τότε μέρες, βγήκε προσταγή από τον Καίσαρα τον Αύγουστο το να καταγράψουν όλη την κατοικημένη γη. Αυτή 'ταν η πρώτη καταγραφή όταν κυβερνούσε τη Συρία ο Κυρίνος. Και πηγαίνανε όλοι να καταγραφτούν, καθένας στη δική του την πατρίδα· κι’ ανέβηκε κι’ ο Ιωσήφ από τη Γαλιλαία, ξεκινώντας από τη χώρα Ναζαρέτ, σε χώρα του Δαυείδ που λέγεται Βηθλεέμ (επειδή 'ταν από κλάδο και πατριά του Δαυείδ), για να καταγραφτεί με τη Μαριάμ την αρρεβωνιαστικιά του πούταν έγκυα.

9. Και συνέβηκε, ενώ βρίσκουνταν εκεί, έφτασε ο καιρός να γεννήσει, και γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο, και τόνε φάσκιωσε και πλάγιασε μέσα σε παχνί γιατί δεν είχαν τόπο μέσα στο σταθμό.

Κι' είτανε βοσκοί στο ίδιο μέρος λημεριάζοντας στο λόγγο και φυλάγοντας τη νύχτα το κοπάδι τους. Κι' άγγελος Κυρίου τους παρουσιάστη και Κυρίου δόξα έλαμψε τριγύρω τους, και φοβηθήκανε υπερβολικά. Κι' ο άγγελος τους είπε «Μη φοβάστε· γιατί να, σας φέρνω μήνημα καλό χαράς μεγάλης που όλος ο λαός θενά χαρεί, τι σας γεννήθη σήμερα σωτήρας (πούναι ο Κύριος ο μυρωμένος) σε χώρα του Δαυείδ. Και να σας σημάδι· θα βρείτε φασκιωμένο μωρό και πλαγιασμένο μέσα σε παχνί.» Κι' άξαφνα έσμιξε τον άγγελο πλήθος στρατός τ' ουρανού, που δοξολογούσαν το Θεό και λέγανε «Δόξα του Θεού στα ύψιστα, και στη γη απάνου ειρήνη με καλογνωμιάς ανθρώπους.»

10. Και συνέβηκε, σα φύγανε στον ουρανό και τους αφίσανε οι άγγελοι, οι βοσκοί μιλούσαν ένας με τον άλλο «Πάμε λοιπόν ως στη Βηθλεέμ, κι’ ας δούμε αυτόν το λόγο που ειπώθη, αυτόν που μας φανέρωσε ο Κύριος.» Κι' ήρθανε χέρι χέρι κι’ ηύρανε τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και πλαγιασμένο το μωρό μέσα στο παχνί. Και σαν τους είδαν, κάνανε γνωστό το λόγο, αυτόν που τους ειπώθηκε για το παιδί· κι’ όλοι που τ' ακούσανε, απορήσανε μ' όσα τους είπαν οι βοσκοί. Και φύλαγε η Μαρία όλα αυτά τα λόγια, θησαυρίζοντάς τα μέσα στην καρδιά της. Και γυρίσανε οι βοσκοί δοξάζοντας κι’ υμνολογώντας το Θεό για όλα π' άκουσαν και πούδαν όπως τους ειπώθηκαν.

11. Και σαν έφτασε η όγδοη η μέρα ναν του γίνει η περιτομή, είπαν τ' όνομα του Ιησού, καθώς τόπε ο άγγελος πριν τόνε γκαστρωθεί η μητέρα του.

12. Και σαν έφτασε ο καιρός του καθαρισμού τους, τον πήγανε — σύφωνα με το νόμο του Μωυσή — απάνου στα Ιεροσόλυμα ναν τον προσφέρουν του Κυρίου (καθώς είναι γραμένο μέσα στο Νόμο του Κυρίου, πως Κάθε ασερνικό π' ανοίγει μήτρα ν' αφιερώνεται στον Κύριο) και για να δώσουνε θυσία, κατά τα ορισμένα μέσα στο Νόμο του Κυρίου, ένα ζευγάρι τρυγόνες ή διο πιτσούνια.

13. Και να είταν ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που τ' όνομά του Συμεώνας, άνθρωπος άγιος και θεοφοβούμενος, που πρόσμενε παρηγοριά του Ισραήλ κι’ απάνου του είταν πνέμα άγιο. Και τούτανε φανερωμένο από το πνέμα τ' άγιο να μη θωρήσει θάνατο πρι δει το μυρωμένο του Κυρίου. Κι' από το πνέμα οδηγημένος ήρθε στο ναό, και μόλις φέρανε οι γονιοί του μέσα το παιδί Ιησού με σκοπό ναν του κάνουν κατά τα συνειθισμένα του Νόμου, το πήρε αυτός στην αγκαλιά, και δοξολόγησε το Θεό κι’ είπε «Τώρα, αφέντη, λευτερώνεις το σκλάβο σου, κατά το λόγο σου μ' ειρήνη, τι είδαν τα μάτια μου τη σωτηρία σου που ετοίμασες σ' όλα μπροστά τα έθνη, φως που θα φωτίσει έθνη και δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ.» Κι' απορούσε ο πατέρας του κι’ η μητέρα το τι λαλούσανε γι' αυτόν. Κι' ο Συμεώνας τους μακάρισε κι’ είπε της Μαριάμ της μητέρας του «Νά αυτός ορίστη για να πέσουν και να σηκωθούν πολλοί μέσα στον Ισραήλ και για σημάδι φιλονεικημένο. Κι' εσένα ακόμα την ψυχή θα σ' τη διαβεί κοντάρι έτσι για να ξεσκεπαστούνε μέσα από πολλές καρδιές οι στοχασμοί.»

14. Κι' είταν η Άννα η προφήτισσα κόρη του Φανουήλ από τη φυλή Ασήρ, προχωρημένη πολύ στα χρόνια, πούζησε μ' άντρα χρόνια εφτά από τον καιρό της παρθενιάς της και τότες χήρα ως ογδόντα τέσσερα χρόνια, που δε σάλευε από το ναό, με νήστιες και με προσευκές προσκυνώντας νύχτα μέρα. Και φτάνοντας εκείνη τη στιγμή, δοξολογούσε το Θεό κι’ έλεγε γι' αυτόνε σ' όλους όσους καρτερούσαν λευτεριά της Ιερουσαλήμ.

15. Και σαν τελιώσανε όλα τα κατά το Νόμο του Κυρίου, γυρίσανε στη Γαλιλαία, στην πατρίδα τους Ναζαρέθ. Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε γιομίζοντας σοφία, κι’ είταν απάνου του η χάρη του Θεού. Και κάθε χρόνο τη σκόλη του πάσκα πηγαίνανε οι γονέοι του στην Ιερουσαλήμ.

16. Και σαν έγινε δώδεκα χρονών, ενώ ανέβαιναν εκείνοι κατά τη συνήθια της σκόλης και τέλιωσαν τις μέρες, έμεινε στο γυρισμό τους πίσω το παιδί ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ δίχως ναν το νιώσουνε οι γονιοί του. Και νομίζοντας πως είτανε μαζί με τους συνταξιδιώτες, πήγανε μιας μέρας δρόμο και τόνε ζητούσαν μεταξύ στους συγγενήδες και τους φίλους· κι’ άμα δεν τον ηύρανε, γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ και τόνε ζητούσαν. Και συνέβηκε, τρεις μέρες ύστερα τον ηύρανε που καθισμένος στο ναό στη μέση των δασκάλων τους άκουγε και τους ρωτούσε. Κι' απορούσαν όλοι με το νου του και τ' απαντήματά του. Και βλέποντας τον σάστισαν, και τούπε η μητέρα του «Παιδί μου, έτσι γιατί μας έκανες; Νά ο πατέρας σου κι’ εγώ καταθλιμένοι σε ζητούμε.» Και τους είπε «Τι κι’ α με ζητούσατε; Δεν ξέρατε πως στου πατέρα μου πρέπει νάμαι εγώ;» Κι' αυτοί δεν ένιωσαν το λόγο που τους μίλησε. Και κατέβηκε μαζί τους κι’ ήρθε στη Ναζαρέθ, κι’ έκανε το θέλημά τους. Κι' η μητέρα του φύλαγε όλα αυτά τα λόγια μέσα στην καρδιά της. Και πρόκοβε ο Ιησούς σε γνώση και μεγάλωνε και κέρδιζε τη χάρη του Θεού και των ανθρώπων.


Chapter 3

17. Και το δέκατο πέμτο χρόνο της βασιλείας του Τιβερίου του Καίσαρα, όταν κυβερνούσε την Ιουδαία ο Πόντιος Πειλάτος, κι’ είταν τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, κι’ ο Φίλιππος ο αδερφός του τετράρχης της Ιτουραίας και του Τραχωνίτη τόπου, και της Αβειληνής τετράρχης ο Λυσάνιος, στον καιρό της αρχιερατείας του Άννα και του Καϊάφα, πήγε λόγος του Θεού στον Ιωάνη, του Ζαχαρία το γιο, εκεί στην έρημο, κι’ ήρθε σ' όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη κηρύχνοντας βάφτισμα μετανιωμού για να συχωρεθούν οι αμαρτίες, όπως είναι γραμένο μέσα σε βιβλίο λόγων του Ησαΐα του προφήτη Φωνή που κάπως κράζει, στην έρημο. Ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου, ίσια κάντε τα μονοπάτια του. Κάθε λαγγάδι θα γιομίσει, και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώσει, και τα στραβά γραμμή θα γίνουν, και στράτες ίσες τα κακότοπα, και κάθε σάρκα, θενά δει τη σωτηρία του Θεού. Έλεγε λοιπόν στα πλήθη που βγαίνανε ναν τους βαφτίσει «Οχιάς γεννήματα, πιος σας οδήγησε να γλυτώστε από την οργή που φτάνει; Κάντε λοιπόν καρπούς άξιους του μετανιωμού και μην αρχίστε μέσα σας και λέτε Πατέρα έχουμε τον Αβραάμ, γιατί σας λέω πως απ' αυτές τις πέτρες ο Θεός μπορεί να βγάλει του παιδιά του Αβραάμ. Και πια και το ξινάρι τώρα στέκει κοντά στη ρίζα των δέντρων κάθε λοιπόν δέντρο που δεν κάνει καρπό καλό κόβεται και ρήχνεται σε φωτιά.» Και τόνε ρωτούσαν τα πλήθη κι’ έλεγαν «Τι λοιπόν να κάνουμε;» Κι' αποκρίθη και τους έλεγε «Όπιος έχει διο φορέματα, ας τα μοιραστεί μ' εκείνον που δεν έχει· κι’ όπιος έχει θρόφιμα, ας κάνει το ίδιο.»

18. Κι' ήρθανε να βαφτιστούν και τελώνες και τούπανε «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;» Κι' αυτός τους είπε «Τίποτα μην παίρνετε παρέκει παρά τ' ορισμένο σας.» Και τόνε ρωτούσαν και στρατιώτες κι’ έλεγαν «Τι να κάνουμε κι’ εμείς;» Και τους είπε «Μη γυμνώνετε κανένα και μην καταχραστήτε, κι’ ας σας φτάνει ο μιστός σας.»

19. Κι' ενώ καρτέραε ο λαός, και συλλογιούντανε μέσα στο νου τους όλοι για τον Ιωάνη, αυτός μην είταν άραγε ο Χριστός, αποκρίθη κι’ είπε ο Ιωάνης σ' όλους «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, όμως φτάνει ο δυνατώτερός μου, που δεν είμαι άξιος ναν του λύσω το λουρί των σανταλιών του· αυτός θα σας βαφτίσει με πνέμα άγιο και φωτιά. Που το φτιάρι 'ναι στο χέρι του, για να παστρέψει πέρα ως πέρα τ' αλώνι του, και να μαζέψει το στάρι στην αποθήκη του μα τ' άχερο να κάψει μ' άσβυστη φωτιά.» Πολλά λοιπόν κι’ άλλα παρακινώντας το λαό, του μήναε το καλό το μήνημα. Κι' ο Ηρώδης ο τετράρχης, όταν τον κατάκρινε για την Ηρωδιάδα τη γυναίκα τ' αδερφού του κι’ όλα όσα έκανε κακά ο Ηρώδης, στερνά π' όλα τέλος έκανε κι’ ετούτο, σφάλησε τον Ιωάνη μέσα σε φυλακή.

20. Και συνέβη, αφού βαφτίστηκε όλος ο λαός κι’ ότα βαφτίστη κι’ ο Ιησούς κι’ έκανε την προσευκή του, άνοιξε ο ουρανός και κατέβη απάνου του το Πνέμα τ' άγιο, με μορφή σωματική σαν περιστέρι, και βγήκε μια φωνή από τον ουρανό «Εσύ' σαι ο γιος μου ο αγαπητός· εσένα καλογνώμησα.»

21. Κι' είταν ο Ιησούς σαν άρχισε ως χρονών τριάντα, όντας γιος, όπως θαρρούσαν, του Ιωσήφ του Ηλεί του Ματθάτ του Λευεί του Μελχεί του Ιανναί του Ιωσήφ του Μαθθαθία του Άμως του Ναούμ του Εσλεί του Ναγγαί του Μαάθ του Ματταθία του Σεμεείν του Ιωσήχ του Ιωδά του Ιωανάν του Ρησά του Ζοροβάβελ του Σαλαθιήλ του Νηρεί 22. του Μελχεί του Αδδεί του Κωσάμ του Ελμαδάμ του Ηρ του Ιησού του Ελιέζερ του Ιωρείμ του Μαθθάτ του Λευεί του Συμεών του Ιούδα του Ιωσήφ του Ιωνάμ του Ελιακείμ του Μελεά του Μεννά του Μετταθά

23. του Ναθάμ του Δαυείδ του Ιεσσαί του Ιωβήλ του Βοός του Σαλά του Ναασσών του Αδμείν του Αρνεί του Εσρών του Φαρές του Ιούδα του Ιακώβ του Ισαάκ

24. του Αβραάμ του Θάρα του Ναχώρ του Σερούχ του Ραγαύ του Φάλεκ του Έβερ του Σαλά του Καινάμ του Αρφαξάδ του Σημ του Νώε του Λάμεχ του Μαθθουσαλά του Ενώχ του Ιάρετ του Μαλελεήλ του Καϊνάν του Ενώς του Σηθ του Αδάμ του Θεού.


Chapter 4

25. Κι' ο Ιησούς γιομάτος άγιο πνέμα γύρισε πίσω από τον Ιορδάνη, και τον πήγαινε το πνέμα μέσα στην έρημο μέρες σαράντα, βάζοντάς του πειρασμούς ο Διάβολος. Και δεν έφαγε τίποτα εκείνες τις μέρες, και σαν τέλιωσαν πείνασε. Κι' ο Διάβολος τούπε «Αν είσαι γιος του Θεού, πες της αυτής της πέτρας να γίνει ψωμί.» Κι' ο Ιησούς τ' απάντησε «Είναι γραμένο πως Με ψωμί μονάχα δε θα ζήσει ο άνθρωπος.

26. Και τον πήγε απάνου και τούδειξε όλα τα βασίλεια της οικουμένης σε μια στιγμή καιρού. Και τούπε ο Διάβολος «Εσένα θα σ' τη δώσω όλη αυτή την εξουσία και τη δόξα τους, τι εμένα μου δόθηκε κι’ οπιανού θέλω τη δίνω. Εσύ λοιπόν α με προσκυνήσεις, δική σου θα γίνει όλη.» Κι' ο Ιησούς τ' αποκρίθη κι’ είπε «Είναι γραμένο Τον Κύριο το Θεό σου να προσκυνάς κι’ εκείνονε μονάχα να λατρεύεις.

27. Και τον πήγε στην Ιερουσαλήμ, και τον έστησε στην άκρη απάνου του ναού και τούπε «Αν είσαι γιος του Θεού, από δω ρήξου κάτου· γιατί 'ναι γραμένο πως Τους αγγέλους του για σένα θα προστάξει το να σε προσέξουν και πως Θα σε σηκώσουνε στα χέρια μήπως χτυπήσεις σε πέτρα το πόδι σου. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη και τούπε πως «Ειπώθηκε Να μη δοκιμάζεις τον Κύριο το Θεό σου.

28. Και σαν τέλιωσε ο Διάβολος κάθε πειρασμό, τον αφήκε κ' έφυγε όσο να φτάσει η ώρα. Και γύρισε ο Ιησούς πίσω με δυναμωμένο πνέμα στη Γαλιλαία, και βγήκε η φήμη του ως πέρα σ' όλα τα περίχωρα, και δίδασκε μέσα στα συναγώγια τους, δοξάζοντάς τον όλοι.

29. Κι' ήρθε στη Ναζαρά, εκεί που μεγάλωσε, και μπήκε ανήμερα σαββάτο όπως συνείθιζε στο συναγώγι, και σηκώθη να διαβάσει· και του δόθηκε βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Κι' άνοιξε το βιβλίο κι’ ηύρε το μέρος πούτανε γραμένα Πνέμα απάνου μου Κυρίου, τι σε φτωχούς με μύρωσε να φέρω μήνημα καλό· να κηρύξω μ' έστειλε σε σκλαβωμένους λευτεριά και σε τυφλούς ξανά το φως τους· μ' αλάφρωση να στείλω πληγωμένους πίσω· να κηρύξω του Κυρίου τη χρονιά την αρεστή . Και διπλώνοντας το βιβλίο τόδωκε του επιστάτη πίσω και κάθησε, και μένανε ολωνών τα μάτια μέσ' στο συναγώγι καρφωμένα απάνου του. Κι' άρχισε ναν τους λέει πως «Σήμερα αλήθεψε η γραφή αυτή καθώς ακούν τ' αυτιά σας.» Και τον επαινούσαν όλοι κι’ απορούσανε με τα χαριτωμένα λόγια πούβγαιναν από το στόμα του. Και λέγανε «Δεν είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ;» Και τους είπε Ξέρω, θα μου πείτε αυτή την παραβολή Γιατρέ, γιατρέψου ο ίδιος· όσα ακούσαμε πως γίνανε στην Καφαρναούμ, κάνε κι’ εδώ στην πατρίδα σου.» Κι' είπε «Αλήθια σας λέω, πως κανείς προφήτης αρεστός δεν είναι στην πατρίδα του. Κι' αληθινά σας λέω, πολλές χήρες είτανε στα χρόνια του Ηλία μέσα στο Ισραήλ τότες που κλείστη ο ουρανός χρόνια τρία κι’ έξη μήνες σαν έγινε μεγάλη πείνα σ' όλον τον κόσμο· και σε καμιά τους δε στάλθηκε ο Ηλίας παρά στα Σάρεφτα της Σιδωνίας σε γυναίκα χήρα. Και πολλοί λεπροί είτανε μέσα στο Ισραήλ στον καιρό του Ελισαίου του προφήτη· και κανείς δεν καθαρίστηκε εξόν ο Ναιμάν ο Σύρος.» Και καταθυμώσανε όλοι μέσα στο συναγώγι ακούγοντάς τα, και σηκώθηκαν και τόνε βγάλανε όξω από τη χώρα, και τον πήγαν ως στο φρύδι του βουνού πούτανε χτισμένη η χώρα τους με σκοπό ναν τον γκρεμίσουν κάτου. Μα εκείνος πέρασε από μέσα τους και πήγαινε.

30. Και κατέβη στην Καφαρναούμ, χώρα της Γαλιλαίας, και τους δίδασκε τα σαββάτο, και σαστίζανε με τη διδαχή του τι είτανε μ' εξουσία ο λόγος του. Και μέσα στο συναγώγι είταν ένας άνθρωπος με πνέμα από δαιμόνιο ακάθαρτο, κι’ έκραξε με φωνή μεγάλη «Μη! τι θέλεις από μας, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας καταστρέψεις; Σε γνωρίζω πιος είσαι, ο Άγιος του Θεού.» Και το πρόσταξε ο Ιησούς κι’ είπε «Σώπα κ' έβγα από μέσα του.» Και το δαιμόνιο τον έρρηξε στη μέση κι’ ήβγε δίχως ναν τόνε βλάψει τίποτα. Κι' έπιασε τρόμος όλους, και μιλούσαν ένας με τον άλλο κι’ έλεγαν «Πιος αυτός ο λόγος; Τι μ' εξουσία και δύναμη προστάζει τ' ακάθαρτα τα πνέματα και βγαίνουν.» Κι' έκανε κρότο η φήμη του σε κάθε μέρος γύρω.

31. Και σηκώθη από το συναγώγι και πήγε στου Σίμωνα. Και την πεθερά του Σίμωνα την είχε πιάσει θέρμη μεγάλη, και τον παρακαλέσανε γι' αυτήν. Και στάθηκε από πάνου της και πρόσταξε τη θέρμη, και την αφήκε. Κι' αμέσως σηκώθηκε και τους υπερετούσε.

32. Κι' ενώ βασίλευε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν αρρώστους με κάθε λογής αρρώστιες του τους έφεραν. Κι' έβαζε αυτός τα χέρια απάνου στον καθένα και τους γιάτρευε. Κι' έβγαιναν και δαιμόνια από πολλούς φωνάζοντας και λέγοντας πως «Εσύ σαι ο γιος του Θεού.» Και προστάζοντάς τα δεν τ' άφινε να μιλούνε, γιατί ήξεραν πως αυτός είναι ο Χριστός.

33. Κι' όταν ξημέρωσε, βγήκε και πήγε σ' έρημον τόπο, και τα πλήθη τόνε γύρευαν. Και πήγαν ως εκεί πούταν, και τον κρατούσανε να μην τους φύγει. Κι' αυτός τους είπε πως «Και στις άλλες χώρες πρέπει να κηρύξω το καλό το μήνημα της βασιλείας του Θεού, γιατί για τούτο στάλθηκα.»


Chapter 5

34. Και κήρυχνε μέσα στα συναγώγια της Ιουδαίας. Και συνέβη, ενώ το πλήθος τόνε στενοχώραε ακούγοντας το λόγο του Θεού, έστεκε αυτός κοντά στη λίμνη Γεννησασών, κι’ είδε διο καράβια στην ακρολιμνιά αραγμένα. Κι' οι ψαράδες βγήκανε και ξέπλαιναν τα δίχτια. Και μπαίνοντας μέσα στο ένα το καράβι πούταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να σήρει λίγο πέρα από την ξηρά, και κάθησε από το καράβι και δίδασκε τα πλήθη. Και σαν έπαψε την ομιλία, είπε του Σίμωνα «Σήρε στα βαθιά, και ρήξτε τα δίχτια σας να ψαρέψτε.» Κι' ο Σίμωνας αποκρίθη κι’ είπε «Αφέντη, όλη τη νύχτα, παιδευτήκαμε και τίποτα δεν πιάσαμε· όμως σαν ορίζεις θα ρήξω τα δίχτια.» Και κάνοντάς το τσάκωσαν πλήθος μεγάλο ψάρια, και τα δίχτια τους σπούσαν. Και κάνανε σημάδι στους συντρόφους μέσα στ' άλλο το καράβι το ναρθούν ναν τους βοηθήσουν. Κι ήρθαν, και γιομίσανε και τα διο καράβια τόσο που βουλιάζανε. Και σαν τόδε ο Σίμωνας ο Πέτρος, έπεσε στα πόδια του Ιησού λέγοντας «Έβγα από το καράβι μου, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Κύριε.» Τι σάστισε κι’ αυτός, κι’ όλοι οι συντρόφοι του με το πιάσιμο των ψαριών που τσάκωσαν, και το ίδιο κι’ ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης, του Ζεβεδαίου οι γιοι, πούταν κολλήγοι του Σίμωνα. Κι' είπε του Σίμωνα ο Ιησούς «Μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνεις ανθρώπους.» Και σαν πήγαν τα καράβια πίσω στην ξηρά, άφισαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.

35. Και συνέβηκε, ενώ είτανε σε μια χώρα, να ένας άνθρωπος γιομάτος λέπρα. Και σαν είδε τον Ιησού, έπεσε πίστομα και τον παρακάλεσε κι’ είπε «Κύριε, α θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.» Κι' άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε κι’ είπε «Θέλω, καθαρίσου.» Κι' αμέσως τον αφήκε η λέπρα. Και του σύστησε να μην το πει κανενός, μόνε «Σήρε δείξου στον παπά, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου καθώς πρόσταξε. ο Μωυσής, έτσι για να φωτιστούν.»

36. Κι' η φήμη του πιο διαλαλούνταν όσο πήγαινε, και μαζευόντουσαν πλήθη πολλά ναν τον ακούν και να γιατρεύουνται από τις αρρώστιες τους· μα εκείνος τραβηγμένος έμενε στις ερημιές, κι’ εκεί προσεύκουνταν.

37. Και συνέβηκε μια μέρα, εκεί που δίδασκε, είταν καθισμένοι οι Φαρισαίοι κι’ οι δασκάλοι του Νόμου πούχαν έρθει από όλα τα χωριά της Γαλιλαίας κι’ Ιουδαίας κι’ Ιερουσαλήμ, κι’ είχε δύναμη Κυρίου να γιατρεύει. Και να σ' ένα κλινάρι απάνου κάτι ανθρώποι κουβαλούσαν παραλυτικό, και ζητούσαν ναν τον πάνε μέσα και ναν τον απιθώσουνε μπροστά του. Και σα δε βρήκαν πόθε ναν τον πάνε μέσα από το πλήθος, ανεβήκανε στη στέγη, και μέσα από τα κεραμίδια τον κατέβασαν μαζί με το κλινάρι μέσ' στη μέση, σ' όλους τους μπροστά. Και σαν είδε την πίστη τους είπε «Άνθρωπε, συχωρεμένες οι αμαρτίες σου.» Κι' άρχισαν και συλλογιούνταν οι διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι λέγοντας «Πιος είναι αυτός που λέει ασέβειες; Πιος μπορεί να συχωρνά αμαρτίες παρά μόνος ο Θεός;» Κι' ένιωσε ο Ιησούς τους στοχασμούς τους, κι’ αποκρίθη και τους είπε «Τι στοχάζεστε μέσα στην καρδιά σας; Τι 'ναι ευκολώτερο, να πεις Συχωρεμένες οι αμαρτίες σου, ή να πεις Σήκω και περπάτα; Όμως για να μάθετε πως έχει εξουσία ο γιος τ' ανθρώπου στη γη να συχωρνά αμαρτίες», είπε του παραλυτικού «Εσένα μιλώ· σήκω, πάρε το κλινάρι σου και σήρε σπίτι σου.» Και στη στιγμή σηκώθηκε μπροστά τους και παίρνοντας το κλινάρι πούταν πλαγιασμένος έφυγε σπίτι του δοξολογώντας το Θεό. Κι' έπιασε όλους σαστισμός και δόξαζαν το Θεό, και γιομάτοι φόβο λέγανε πως «Πράματα αλλόκοτα είδαμε σήμερα.»

38. Και βγαίνοντας κατόπι, παρατήρησε τελώνη μ' όνομα Λευεί καθισμένο στο τελώνιο, και τούπε «Ακολούθα με.» Και παραίτησε τα πάντα, και σηκώθη και τον ακολουθούσε. Και τού κανε μεγάλο τραπέζι ο Λευείς στο σπίτι του, κι’ είταν πλήθος πολύ, τελώνες κι’ άλλοι που κάθουνταν και τρώγανε μαζί τους. Και μουρμούριζαν οι Φαρισαίοι κι’ οι διαβασμένοι τους στους μαθητάδες του και λέγανε «Γιατί με τους τελώνες και με τους αμαρτωλούς τρώτε και πίνετε;» Κι' ο Ιησούς αποκρίθη και τους είπε «Γιατρό δε θέλουν οι γεροί, μόνε οι αρρωστημένοι· δεν ήρθα να κράξω ενάρετους, μόνε αμαρτωλούς να μετανιώσουν.»

39. Κι' εκείνοι τούπαν «Του Ιωάνη οι μαθητάδες νηστεύουνε συχνά και κάνουν προσευκές, το ίδιο και των Φαρισαίων· κι’ οι δικοί σου τρων και πίνουν;» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήπως μπορείτε τους γιους της αίθουσας του γάμου, ενόσω βρίσκεται ο γαμπρός μαζί τους, ναν τους κάντε να νηστέψουν: Όμως θάρθεί καιρός, κι’ όταν τους πάρουν το γαμπρό, τότες θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες.» Και τους έλεγε και παραβολή, πως «Κανείς δε σκίζει μπάλλωμα από ρούχο καινούριο και μπαλλώνει ρούχο παλιό· ειδεμή, και το καινούριο θα ξεσκίσει και με το παλιό δε θα τεριάσει το μπάλλωμα από το καινούριο. Και κανείς δε βάζει νέο κρασί σ' ασκιά παλιά· ειδεμή, θα σπάσει το κρασί το νέο τ' ασκιά, και θα χυθεί κι’ εκείνο και τ' ασκιά θα πάνε· μόνε το νέο κρασί να βάζεται σ' ασκιά καινούρια. Κανείς σαν πιει παλιό δε θέλει νέο, γιατί λέει Το παλιό αξίζει.»


Chapter 6

40. Κι' έτυχε ένα σαββάτο να διαβαίνει μέσα από σπαρτά, κι’ οι μαθητάδες του μαδούσαν κι’ έτρωγαν τα στάχια τρίβοντας τα με τα χέρια. Και μερικοί Φαρισαίοι είπαν «Τι κάνετε ό,τι δεν πρέπει το σαββάτο;» Κι' ο Ιησούς τους αποκρίθη κι’ είπε «Μηδ' ετούτο δε διαβάσατε, τι έκανε ο Δαυείδ σαν πεινασε, αυτός κι’ οι συντρόφοι του; Μπήκε μέσ' στον οίκο του Θεού, και πήρε κι’ έφαγε τις προσφορές, κι’ έδωκε και στους συντρόφους του, που δεν πρέπει να τρων εξόν οι παπάδες μόνοι;» Και τους έλεγε «Εξουσιαστής του σαββάτου είναι ο γιος τ' ανθρώπου.»

41. Κι' έτυχε ένα άλλο σαββάτο να μπει στο συναγώγι και να διδάσκει. Κι' είταν ένας άνθρωπος εκεί με ξερό το δεξύ του χέρι. Και τον παραφύλαγαν οι διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι, α θα γιατρέψει σαββάτο, για να βρούνε και ναν τον κατηγορήσουν. Κι' ένιωσε αυτός τους στοχασμούς τους, κι’ είπε τ' ανθρώπου με το ξερό το χέρι «Σήκω και στάσου στη μέση.» Και σηκώθηκε και στάθη. Κι' ο Ιησούς τους είπε «Σας ρωτώ, α μπορεί κανείς σαββάτο να ωφελήσει ή βλάψει, να σώσει ζωή ή να καταστρέψει;» Κι' αφού τους κοίταξε όλους γύρω, τούπε «Άπλωσε το χέρι σου.» Κι' εκείνος τό κανε, και ξανάγινε το χέρι του γερό. Κι' εκείνοι φρένιασαν, και τα μιλούσανε μεταξύ τους σαν τι ναν του κάνουν του Ιησού.

42. Κι' έτυχε εκείνες τις ημέρες να βγει στο όρος για να προσευκηθεί, και ξαγρύπνησε όλη νύχτα στην προσευκή του Θεού. Κι' όταν ξημέρωσε, φώναξε τους μαθητάδες του κι’ έκλεξε δώδεκα, που και τους είπε αποστόλους, το Σίμωνα που και τον έβγαλε Πέτρο , και τον Αντρέα τον αδερφό του, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη και το Φίλιππο και το Βαρθολομαίο και το Μαθθαίο και το Θωμά, τον Ιάκωβο το γιο τ' Αλφαίου, και το Σίμωνα που τόνε λέγανε Ζηλωτή , και τον Ιούδα γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα Ισκαριώθ πούγινε προδότης. Και κατέβηκε μαζί τους και στάθηκε στον κάμπο σ' ένα μέρος, και μεγάλο πλήθος μαθητάδες του, και μεγάλο πλήθος του λαού από την Ιουδαία όλη κι’ Ιερουσαλήμ κι’ από την παραθάλασση την Τύρο και Σιδώνα, πούρθανε ναν τον ακούσουν και να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους. Και γιατρεύουνταν κι’ οι πειραγμένοι από πνέματα ακάθαρτα, κι’ όλος ο λαός ζητούσε ναν τον αγγίξει, γιατί έβγαινε από μέσα του δύναμη και τους γιάτρευε όλους.

43. Κι' εκείνος σήκωσε στους μαθητάδες του τα μάτια κι’ έλεγε «Καλότυχοι οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού. Καλότυχοι οι πεινασμένοι τώρα, γιατί θα χορτάστε. Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάστε. 44. Καλότυχοι ότα σας μισήσουν οι ανθρώποι κι’ ότα σας αφορίσουν και σας βρίσουν και σας βγάλουν όνομα κακό απ' αφορμή του γιου τ' ανθρώπου. Χαρείτε εκείνη την ημέρα και πηδήστε, γιατί να η άξια σας μεγάλη στα ουράνια· γιατί τα ίδια έκαναν των προφητών οι πατέρες τους.

Όμως αλίμονο σ' εσάς τους πλούσιους, γιατί σάς πλερώθηκε η παρηγοριά σας. 45. Αλίμονό σας χορτασμένοι τώρα, γιατί θα πεινάστε. Αλίμονο όσοι γελάτε τώρα, τι θα λυπηθείτε και θα κλάψτε. Αλίμονο ότα σας παινέσουν όλοι οι ανθρώποι, γιατί έκαναν το ίδιο στους ψευτοπροφήτες.

Μόνε σας λέω εσάς π' ακούτε. Αγαπάτε τους εχτρούς σας, καλό κάντε σ' όσους σας μισούν, 46. βλογάτε όσους σας καταριούνται, προσεύκεστε για το καλό όσωνε σας βλάφτουν. Όπιος σε χτυπά στο μάγουλο, πρόσφερε του και τ' άλλο· κι’ όπιος παίρνει σου το πανωφόρι, μην τον αμποδίζεις κι’ απ' το ρούχο.

47. Σ' όπιονε σου γυρεύει δίνε· κι απ' όπιον παίρνει τα δικά σου, πίσω μη ζητάς. Κι' όπως θέτε να σας κάνουν οι ανθρώποι κάντε τους το ίδιο. Κι αν αγαπάτε όσους σας αγαπούν, πια 'ναι η χάρη σας; Τι κι’ οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους τους αγαπούνε. Γιατί κι’ αν ωφελήστε όσους σας ωφελούν, πια 'ναι η χάρη σας; Κι' οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Κι' α δανήστε απ' όσους ελπίζετε να λάβετε, πια 'ναι η χάρη σας; Κι' οι αμαρτωλοί σ' αμαρτωλούς δανείζουνε για να λάβουν πίσω ίσα. Παρά αγαπάτε τους εχτρούς σας και κάντε τους καλό, και δανείζετε δίχως πίσω τίποτα να ελπίζετε, και θα 'ναι σας μεγάλη η πλεμωμή και θα γενείτε γιοι του Υψίστου, τι αυτός είναι αγαθός μ' αχάριστους και με κακούς.

48. Νάστε σπλαχνικοί, καθώς ο πατέρας σας είναι σπλαχνικός. Και μη κρίνετε και δε θα κριθείτε· και μη δικάζετε και δε θα δικαστήτε. Λευτερώνετε και θα λευτερωθείτε. Δίνετε και θα σας δοθεί· μέτρο καλό — πατικωμένο, κουνημένο, ξέχειλο — θα σας δώσουνε στην ποδιά σας, γιατί μ' ό,τι μέτρο μετράτε θα σας αντιμετρηθεί.»

Και τους είπε και παραβολή «Μήπως μπορεί τυφλός να οδηγάει τυφλό; σε λάκκο δε θα πέσουνε κι’ οι διο;

49. Δεν έχει μαθητή πιο απάνου από το δάσκαλο· παρά ο καθείς ας είναι προκομένος σαν το δάσκαλό του.

Και τι βλέπεις το ξυλάκι μέσα στο μάτι τ' αδερφού σου, και το πατερό μέσα στο δικό σου μάτι δεν το νιώθεις; Πώς θα πεις τ' αδερφού σου Αδερφέ, άφισε να βγάλω το ξυλάκι μέσ' στο μάτι σου, αφού εσύ το πατερό μέσα στο δικό σου μάτι δεν το βλέπεις; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το πατερό μέσ' από το μάτι σου, και τότες κοίταξε να βγάλεις το ξυλάκι μέσα στα μάτι τ' αδερφού σου. Τι δέντρο καλό δεν κάνει σάπιο καρπό, και πάλι μήτε σάπιο δεντρο δεν κάνει καρπό καλό. Τι κάθε δέντρο απ' το δικό του τον καρπό γνωρίζεται· τι δε μαζεύουν σύκα απ' αγκαθιές, μήτε από βάτο δεν τρυγούν σταφύλι. Ο καλός ο άνθρωπος από τον καλό το θησαυρό της καρδιάς βγάζει τα καλό, κι’ ο κακός από τον κακό βγάζει το κακό· γιατί από της καρδιάς την πλησμονή λαλεί το στόμα του.

Και τι με λέτε Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε ό,τι λέω;

50.» Όπιος έρχεται κοντά μου και τα λόγια μου τ' ακούει και κάνει, θα σας πω σαν το τι μιάζει. Μιάζει άνθρωπο που χτίζει σπίτι, πούσκαψε και βάθηνε και θεμέλιωσε στην πέτρα απάνου· και σαν έγινε νεροσηρμή, χτύπησε ο ποταμός τα σπίτι εκείνο, και δε μπόρεσε ναν το σαλέψει γιατί είτανε καλά χτισμένο. Μα όπιος άκουσε και δεν έκανε, μιάζει άνθρωπο πούχτισε στο χώμα απάνου σπίτι δίχως θέμελο, που ο ποταμός το χτύπησε κι’ ευτύς σωριάστηκε, κι’ έγινε τρανό εκείνου του σπιτιού το ρήξιμο.»


Chapter 7

51. Όταν τέλιωσε όλα αυτά τα λόγια του στην ακουή του λαού, πήγε στην Καφαρναούμ. Και κάπιου εκατοντάρχου ένας σκλάβος άρρωστος είτανε να πεθάνει, που τούταν πολύτιμος· κι’ όταν άκουσε για τον Ιησού, τούστειλε δημογερόντους των Ιουδαίων παρακαλώντας τον ναρθεί και να γλυτώσει το σκλάβο του. Κι' αυτοί σα φτάσανε στον Ιησού, τόνε θερμοπαρακαλούσαν κι’ έλεγαν πως αξίζει ναν του κάνει αυτή τη χάρη. «Γιατί αγαπά το έθνος μας κι’ αυτός μας έχτισε το συναγώγι.» Κι' ο Ιησούς πήγαινε μαζί τους. Κι' ενώ πια σίμωνε στο σπίτι, έστειλε φίλους ο εκατόνταρχος και τούλεγε «Κύριε, μην πειράζεσαι· τι δεν αξίζω για να μπεις κάτου από τη στέγη μου· γι' αυτό και μήτ' εγώ δε θάρρεψα ναρθώ. Πες όμως λόγο, κι’ ας γιατρευτεί ο άνθρωπός μου. Γιατί κι’ εγώ 'μαι άνθρωπος υποταχτικός έχοντας κάτου μου στρατιώτες, και λέω στον ένα Πήγαινε, και πηγαίνει, και σ' άλλον Έλα, κι’ έρχεται, και του σκλάβου μου Κάνε ετούτο, και το κάνει.» Κι' αυτά σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, απόρησε μαζί του, και γυρίζοντας στο πλήθος που τον ακολούθαε είπε «Σας λέω, μήτε μέσα στον Ισραήλ δε βρήκα τόσο πίστη.» Κι' οι σταλμένοι σα γυρίσανε στο σπίτι πίσω, βρήκαν το σκλάβο καλά.

52. Και συνέβηκε κατόπι, πήγε σε χώρα που τη λέγανε Ναΐν, και πηγαίνανε μαζί του οι μαθητάδες του και λαός πολύς. Και μόλις έφτασε στην πύλη της χώρας, να και βγάζανε έναν πεθαμένο, μοναχογιό της μάννας του, γυναίκας χήρας, και τήνε συντρόφευε πλήθος αρκετό της χώρας. Και σαν την είδε ο Κύριος, τήνε σπλαχνίστη και της είπε «Μην κλαις.» Και πήγε κοντά κι’ άγγιξε το κιβούρι· και σταθήκανε οι ανθρώποι που το σήκωναν. Κι' είπε «Παιδί μου, εσένα μιλώ, σήκω.» Και κάθησε ο νεκρός κι’ άρχισε να μιλεί, και τον έδωκε της μάννας του. Και τους έπιασε όλους φόβος, και λέγανε δοξολογώντας το Θεό, πως «Προφήτης μας πρόβαλε μεγάλοςκαι πως «Ήρθε ο Θεός να δει το λαό του.» Και βγήκε αυτός ο λόγος σ' όλη την Ιουδαία για τον Ιησού και σ' όλα τα περίχωρα.

53. Και πληροφορήσανε όλα αυτά τον Ιωάνη οι μαθητάδες του. Κι' έκραξε ο Ιωάνης διο του μαθητάδες και τους έστειλε στον Κύριο κι’ είπε «Εσύ 'σαι εκείνος πούρχεται ή άλλονε να καρτερούμε;» Κι' αυτοί σαν πήγαν και τον ηύραν, είπανε «Ο Ιωάνης ο βαφτιστής μας έστειλε και λέει Εσύ 'σαι εκείνος πούρχεται ή άλλονε να καρτερούμε;» Αυτή την ώρα γιάτρεψε πολλούς από αρρώστιες κι’ από βάσανα και πνέματα κακά, και πολλών τυφλών τους χάρισε το φως τους. Κι' αποκρίθη και τους είπε «Πηγαίνετε και πληροφορήστε τον Ιωάνη όσα είδατε κι’ ακούσατε. Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν, λωβιασμένοι καθαρίζουνται, και κουφοί ακούνε, νεκροί ανασταίνουνται, και σε φτωχούς πάει μήνημα χαράς. Και μακαρισμένος όπιος δε σκανταλιστεί μαζί μου.»

54. Και σα φύγανε οι αποσταλμένοι του Ιωάνη, άρχισε κι’ έλεγε στα πλήθη για τον Ιωάνη «Τι βγήκατε στην ερημιά για να κοιτάξτε; καλάμι ανεμοσάλευτο; Μόνε τι βγήκατε να δείτε; άνθρωπο απαλά φορέματα ντυμένο; Νά, όσοι έχουνε απαλές στολές και πλούτη είναι στα βασιλικά παλάτια. Μόνε τι βγήκατε να δείτε; προφήτη; Ναι σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. Αυτός είναι που γράφτηκε Νά στέλνω τον άγγελό μου προτύτερά σου, που θα φτιάσει πριν τη στράτα σου . Σας λέω, μέσα σε γεννήματα γυναικών μεγαλύτερος κανείς δεν είναι από τον Ιωάνη· όμως ο μικρότερος στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του.» Κι' όλος ο λαός σαν άκουσαν, καθώς κι’ οι τελώνες, έκαναν την απόφαση του Θεού, γιατί βαφτίστηκαν το βάφτισμα του Ιωάνη· όμως οι Φαρισαίοι κι’ οι Νομοδιάβαστοι, αυτοί παράκουσαν το θέλημα του Θεού που δε βαφτίστηκαν από τον Ιωάνη.

55. «Με τι λοιπόν να παραβάλω αυτής της φύτρας τους ανθρώπους και τι μιάζουν; Μιάζουν παιδιά που κάθουνται στην αγορά και κράζουν τόνα τ' αλλουνού Αυλούς σας λαλήσαμε και δε χορέψατε· μυρολογήσαμε και δεν κλάψατε . Γιατί ήρθε ο Ιωάνης ο βαφτιστής που δεν έτρωγε ψωμί και κρασί δεν έπινε, και λέτε Δαιμόνιο έχει· ήρθε ο γιος τ' ανθρώπου που τρώει και πίνει, και λέτε Νά άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος με τελώνες και μ' αμαρτωλούς. Κι' άγιασε η γνώση απ' όλα της τα τέκνα.»

56. Κι' ένας Φαρισαίος τον παρακαλούσε να φάει μαζί του· και μπήκε στου Φαρισαίου και κάθησε να φάει. Και να μια γυναίκα πούτανε στη χώρα αμαρτωλή, και σαν έμαθε πως κάθεται και τρώει στου Φαρισαίου, έφερε αλαβάστρινο λαγήνι με μυρουδικό, και κάθησε σιμά στα πόδια του από πίσω κλαίοντας, κι’ άρχισε με τα δάκρια ναν του βρέχει τα ποδάρια, και με τα μαλλιά της κεφαλής της σφούγγιζε και φιλούσε τα πόδια του και τ' άλειφε μυρουδικό. Και σαν τόδε ο Φαρισαίος που τον προσκάλεσε, είπε μέσα του λέγοντας «Αυτός αν είταν ο προφήτης, θάξερε πια και τι 'ναι η γυναίκα που τον αγγίζει, γιατί 'ναι αμαρτωλή.» Κι' αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω.» Κι' εκείνος «Δάσκαλεείπε «λέγε.» «Ένας δανειστής είχε διο χρεώστες· ο ένας χρώσταε πεντακόσα δηνάρια κι’ ο άλλος πενήντα· και σα δεν είχανε να πλερώσουν, τα χάρισε και στους διο. Πιος τους λοιπόν θαν τον αγαπήσει πιο πολύ;» Αποκρίθηκε ο Σίμωνας κι’ είπε «Θαρρώ πως οπιονού χάρισε το πιο πολύ.» Κι' εκείνος τούπε «Ορθά αποκρίθηκες.» Και γυρνώντας κατά τη γυναίκα, είπε του Σίμωνα «Βλέπεις αυτή τη γυναίκα; Μπήκα σπίτι σου, νερό για τα πόδια δε μούδωκες· μα αυτή με τα δάκρια μούβρεξε τα πόδια και με τα μαλλιά της τα σφούγγισε. Φίλημα δε μούδωκες· μα αυτή από τη στιγμή που μπήκα όλο μου φιλά τα πόδια. Λάδι το κεφάλι μου δεν άλειψες· αυτή όμως με μυρουδικό μ' άλειψε τα πόδια. Γι' αυτό συχωρεμένες της οι αμαρτίες οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ· σ' όπιον όμως λίγο συχωρνάται, λίγο κι’ αγαπά»· Και της είπε «Συχωρεμένες σου οι αμαρτίες.» Κι' αρχίσανε οι συντράπεζοι να λένε μέσα τους «Πιος είναι αυτός που κι’ αμαρτίες συχωρνά;» Κι' είπε της γυναικός «Η πίστη σου σε γλύτωσε· σήρε στο καλό.»


Chapter 8

57. Και συνέβηκε κατόπι, ο Ιησούς περνούσε χώρα χώρα και χωριό χωριό, κηρύχνοντας 'και λέγοντας το καλό το μήνημα της βασιλείας του Θεού, καθώς κι’ οι δώδεκα μαζί του, και μερικές γυναίκες γιατρεμένες από πνέματα κακά κι’ αρρώστιες, η Μαρία που τη λέγανε Μαγδαληνή, που εφτά δαιμόνια είχανε βγει από μέσα της, κι’ η Ιωάνα η γυναίκα του Χουζά, του επιστάτη του Ηρώδη, κι’ η Σουσάννα, κι’ άλλες πολλές, που τους βοηθούσαν από τα υπάρχοντά τους.

58. Κι' ενώ μαζεύουνταν λαός πολύς και πηγαίνανε όπου είταν από κάθε χώρα, είπε με παραβολή «Βγήκε ο σπάρτης να σπείρει το σπόρο του. Και καθώς έσπαιρνε, άλλα πέσανε σιμά στο δρόμο και πατήθηκαν, και τα πουλιά τ' ουρανού τα φάγανε. Κι' άλλο έπεσε σε πέτρα απάνου, κι’ αφού φύτρωσε ξεράθη, τι δεν είχε ογράδα. Κι' άλλο έπεσε στων αγκαθιών τη μέση, και φυτρώνοντας μαζί τ' αγκάθια το συνέπνιξαν. Κι' άλλο έπεσε στο χώμα το καλό, και σα φύτρωσε έκανε καρπό εκατοντάδιπλο.» Αυτά λέγοντας φώναζε «Όπιος έχει αυτιά ν' ακούει, ας ακούει.» Και τόνε ρωτούσαν οι μαθητάδες του σαν τι θα πει τάχα αυτή η παραβολή, κι’ εκείνος είπε «Εσάς σας δόθηκε να μάθετε τα μυστικά της βασιλείας του Θεού, όμως στους άλλους με παραβολές, που βλέποντας να μη βλέπουνε κι’ ακώντας να μη νιώθουν. Και θα πει αυτή η παραβολή. Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Κι' αυτοί σιμά στο δρόμο είναι όσοι ακούσουνε, κατόπι φτάνει ο Διάβολος και τους βγάζει απ' την καρδιά το λόγο για να μην πιστέψουν και σωθούν. Κι' αυτοί στην πέτρα απάνου, όσοι σαν ακούσουν δέχουνται το λόγο με χαρά και τους λείπει ρίζα, που πρόσκαιρα πιστεύουν και σ' ώρα πειρασμού τραβιούνται. Και το πεσμένο μέσα στ' αγκάθια, αυτοί 'ναι όσοι ακούσουν, κι’ από φροντίδες κι’ από πλούτη κι από καλοπέραση παν και συνεπνίγουνται και δεν καρποφορούν. Κι' εκείνο μέσα στο καλό το χώμα, αυτοί 'ναι όσοι σαν ακούσουνε το λόγο με καλή και μ' αγαθή καρδιά, τόνε βαστούν και δίνουνε καρπό με την απομονή. Και κανείς όταν ανάψει λύχνο, δεν τόνε σκεπάζει με δοχείο μήτε τόνε βάζει κάτου από κλινάρι, μόνε σε λυχνοστάτη απάνου τόνε βάζει. Γιατί κρυφό δεν έχει που δε θα φανερωθεί, μηδ' έχει μυστικό που δε θα μαθευτεί και βγει στο φως. Βλέπετε λοιπόν πώς ακούτε. Γιατί όπιος έχει θαν του δοθεί, κι’ όπιος δεν έχει θαν του πάρουν κι’ ό,τι θαρρεί πως έχει.»

59. Κι' ήρθε ναν τόνε βρει η μητέρα του και τ' αδέρφια του, και δε μπορούσανε ναν του μιλήσουν από το πλήθος. Και τον πληροφόρησαν «Η μητέρα σου και τ' αδέρφια σου στέκουν όξω θέλοντας να σε δουν.» Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Μητέρα μου κι’ αδέρφια μου αυτοί 'ναι, όσοι ακούν και κάνουνε το λόγο του Θεού.»

60. Και συνέβηκε μια μέρα, μπήκε σε καράβι, καθώς κι’ οι μαθητάδες του, και τους είπε «Ας περάσουμε στ' αντίπερα της λίμνης.» Και σηκώθηκαν. Κι' ενώ ταξίδευαν αποκοιμήθη. Και κατέβηκε στη λίμνη ανεμοζάλη, και γιομίζανε νερά και κιντυνεύανε. Και πήγαν και τόνε σηκώσανε λέγοντας «Αφέντη, αφέντη, χανόμαστε.» Κι' εκείνος σηκώθη και μάλωσε τον άνεμο και τη φουρτούνα, και σταμάτησαν κι’ έγινε καλοσύνη. Και τους είπε «Πού 'ναι η πίστη σας;» Κι' αυτοί φοβήθηκαν κι’ απόρησαν, λέγοντας μεταξύ τους «Πιος άραγε είναι αυτός που και τους ανέμους προστάζει και τα κύματα;»

Και πήγαν κι’ άραξαν στον τόπο των Γερασηνών πούναι αντίπερα της Γαλιλαίας. 61. Και σα βγήκε στην ξηρά, απάντησε άνθρωπο από τη χώρα με δαιμόνια, κι’ είχε αρκετόν καιρό να βάλει ρούχο, και δεν έμενε σε σπίτι μόνε στα μνήματα. Και σαν είδε τον Ιησού, ξεφώνισε και τούπεσε στα πόδια, κι’ είπε με φωνή μεγάλη «Τι θέλεις από μένα, Ιησού, γιέ του Θεού του ύψιστου; Παρακαλώ σε, μη με βασανίσεις», τι πρόσταξε το πνέμα τ' ακάθαρτο να βγει μέσ' από τον άνθρωπο. Γιατί τον είχε πιάσει χρόνια πολλά, και τόνε φυλάγανε δεμένο μ' αλυσίδες και πεδούκλες, και σπούσε τα δεσίματα και το δαιμόνιο τον έτρεχε στις ερημιές. Και τόνε ρώτησε ο Ιησούς «Τι 'ναι τ' όνομά σου;» Κι' εκείνος είπε «Λεγιώνας», γιατί είχανε μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Και τον παρακαλούσανε να μην τα προστάξει να πάνε κάτου στα τρίσβαθα. Κι' είταν εκεί αρκετό κοπάδι χοίροι που βοσκούσανε στο λόγγο, και τον παρακαλούσαν ναν τ' αφίσει και να μπούνε μέσ' στους χοίρους· και τ' άφισε. Και σα βγήκαν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο, μπήκανε στους χοίρους, κι’ όρμησε το κοπάδι κάτου από τον γκρεμό στη λίμνη και πνίγηκε. Και σαν είδαν οι βοσκοί το περιστατικό, έφυγαν και δώκανε είδηση στη χώρα και στις εξοχές. Και βγήκανε να δουν το περιστατικό, κι’ ήρθανε στον Ιησού και βρήκανε τον άνθρωπο που βγήκαν τα δαιμόνια από μέσα του να κάθεται ντυμένος και σωστός κοντά στα πόδια του Ιησού και φοβηθήκανε. Κι' όσοι είδαν τους δηγήθηκαν πώς σώθηκε ο δαιμονισμένος. Και τον παρακάλεσε όλος ο λαός από τα γύρω μέρη των Γερασηνών να φύγει από τον τόπο τους, τι τους κυρίεψε μεγάλος φόβος. 62. Και μπήκε εκείνος σε καράβι και γύρισε πίσω.

Και τον παρακαλούσε ο άνθρωπος που βγήκαν τα δαιμόνια από μέσα του να μείνει μαζί του, μα τον έστειλε πίσω λέγοντας «Γύρισε πίσω σπίτι σου και λέγε όσα σού κανε ο Θεός.» Και πήγε αυτός παντού στη χώρα διαλαλώντας όσα τού κανε ο Ιησούς.

63. Και στο γυρισμό του τόνε δέχτηκε ο λαός τον Ιησού, γιατί τον καρτερούσαν όλοι. Και να ήρθε ένας άνθρωπος που λέγουνταν Ιάειρος κι’ είταν αρχισυνάγωγος, και πέφτοντας στα πόδια του Ιησού τον παρακαλούσε νάρθει σπίτι του, τι είχε μοναχοκόρη ως δώδεκα χρονών και πέθαινε. Κι' ενώ πήγαινε τόνε στενοχωρούσε ο κόσμος. Και μια γυναίκα μ' αιμορραγία δώδεκα χρόνια π' από κανένα δεν κατόρθωσε να γιατρευτεί, πήγε κοντά από πίσω κι’ άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι’ αμέσως της σταμάτησε η αιμορραγία. Κι' είπε ο Ιησούς «Πιος μ' άγγιξε;» Κι' ενώ όλοι λέγανε όχι, είπε ο Πέτρος «Κύριε, ο κόσμος σε στενοχωρεί και σε στρυμώνει.» Κι' ο Ιησούς είπε «Κάπιος μ' άγγιξε· γιατί εγώ ένιωσα δύναμη που βγήκε από μέσα μου.» Κι' όταν είδε η γυναίκα πως δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας στα πόδια του φανέρωσε μπροστά σ' όλο το πλήθος το γιατί τον άγγιξε και πως γιατρεύτη στη στιγμή. Κι' εκείνος της είπε «Κόρη μου, η πίστη σου σε γλύτωσε· σήρε στο καλό..»

Κι' ενώ μιλούσε ακόμα, έρχεται ένας από τ' αρχισυναγώγου και λέει πως «Η κόρη σου πέθανε· μην πειράζεις πια το δάσκαλο.» Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, τ' απάντησε «Μη φοβάσαι, παρά πίστεψε και θα σωθεί.» Και σαν έφτασε στο σπίτι, δεν άφισε κανένα να μπει μαζί του μέσα, εξόν τον Πέτρο και τον Ιωάνη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα του κοριτσού και τη μητέρα. Κι' όλοι έκλαιγαν και τη μυρολογούσαν. Κι' εκείνος είπε «Μην κλαίτε, γιατί δεν πέθανε μόνε κοιμάται.» Και τον περγελούσαν, τι ήξεραν πως πέθανε. Μα εκείνος έπιασε το χέρι της και φώναξε λέγοντας «Κόρη μου, σήκω.» Και γύρισε η ψυχή της, και σηκώθηκε στη στιγμή. Και πρόσταξε ναν της δοθεί να φάει. Και σαστίσανε οι γονέοι της, όμως αυτός τους σύστησε να μην το πούνε κανενός το περιστατικό.


Chapter 9

64. Και φώναξε μαζί τους δώδεκα και τους έδωκε δύναμη κι’ εξουσία απάνου σ' όλα τα δαιμόνια, καθώς και να γιατρεύουν αρρώστιες, και τους έστειλε να διαλαλούν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν, και τους είπε «Τίποτα μην πάρτε για το δρόμο, μήτε ραβδί μήτε ταγάρι μήτε ψωμί μήτε χρήματα, κι’ ούτε νάχετε διο ρούχα. Και σ' όπιο σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε κι’ από κει να βγαίνετε. Κι' όσοι δε σας δέχουνται, καθώς βγαίνετε από τη χώρα εκείνη τινάξτε τη σκόνη από τα πόδια σας, έτσι για να φωτιστούν.» Και βγήκαν και περνούσαν τα χωριά χωριά, διαλαλώντας το καλό το μήνημα και γιατρεύοντας παντού.

65. Κι' άκουσε ο Ηρώδης ο τέτραρχος όλα όσα γίνηκαν, κι’ απορούσε το τι λέγανε μερικοί, πως ο Ιωάνης σηκώθηκε από τους νεκρούς, και μερικοί πως φάνηκε ο Ηλίας, κι’ άλλοι πως αναστήθηκε ένας προφήτης από τους παλιούς. Κι' ο Ηρώδης είπε «Τον Ιωάνη εγώ τον έκοψα· και πιος είναι αυτός π' ακούω τέτια;» Και ζητούσε ναν τόνε δει.

66. Και σα γύρισαν οι απόστολοι πίσω, τούπαν όσα έκαναν. Και τους πήρε και τραβήχτηκε χώρια σε μια χώρα που τη λένε Βηδσαϊδά. Και τόμαθαν τα πλήθη και τον ακολούθησαν. Και τους δέχτηκε, και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, κι’ όσοι θέλανε γιατριά τους γιάτρευε.

67. Κι' άρχισε η ώρα να περνά, και πήγαν οι δώδεκα και τούπανε «Σκόλασε το πλήθος, για να πάνε στα χωριά τα γύρω και στις εξοχές να μείνουν και να βρούνε θρόφιμα, γιατί εδώ βρισκόμαστε σε μέρος έρημο.» Και τους είπε «Δώστε τους εσείς να φαν.» Κι' είπανε «Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και διο ψάρια, εξόν αν πάμε και ψωνίσουμε εμείς για όλονε αυτόν τον κόσμο.» Γιατί 'τανε ως πέντε χιλιάδες ψυχές. Κι' είπε στους μαθητάδες του «Βάλτε τους να καθήσουνε συντροφιές ως από πενήντα η καθεμιά Κι' έκαναν έτσι, και τους καθίσανε όλους χάμου. Και πήρε τα πέντε τα ψωμιά και τα διο τα ψάρια, και κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό τα βλόγησε, κι’ έκοψε κομάτια κι’ έδινε στους μαθητάδες για ναν τα προσφέρουνε στο πλήθος. Κ' έφαγαν όλοι και χορτάσανε, και πήραν ό,τι κομάτια τους περίσσεψαν, δώδεκα κοφίνια.

68. Και συνέβηκε, ενώ έκανε την προσευκή του χώρια, είτανε μαζί του οι μαθητάδες. Και τους ρώτησε κι’ είπε «Πιος λεν τα πλήθη πως είμαι;» Κι' απάντησαν εκείνοι κι’ είπαν «Ο Ιωάνης ο βαφτιστής, κι’ άλλοι ο Ηλίας, κι’ άλλοι πως κάπιος προφήτης αναστήθηκε από τους παλιούς.» Και τους είπε «Κι' εσείς πιος λέτε πως είμαι;» Κι' αποκρίθη ο Πέτρος κι’ είπε «Ο μυρωμένος του Θεού.» Κι' αυτός τους πρόσταξε και τους σύστησε να μην το λένε αυτό κανενός, κι’ είπε πως ο γιος τ' ανθρώπου πρέπει πολλά να πάθει, και ν' αποκηρυχτεί από τους δημογερόντους και πρωτοπαπάδες και διαβασμένους, και να θανατωθεί και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί.

69. Κι' έλεγε σ' όλους «Αν κανείς θέλει νάρχεται πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι’ ας σηκώνει το σταυρό του καθεμέρα κι’ ας μ' ακολουθά. Γιατί όπιος θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, θαν τη χάσει· μα όπιος για μένα χάσει τη ζωή του, αυτός θαν τη γλυτώσει. Γιατί τι τ' όφελος στον άνθρωπο αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, μα χάσει τον εαυτό του ή ζημιωθεί; Γιατί όπιος με ντραπεί εμένα και τα λόγια μου, αυτόν ο γιος τ' ανθρώπου θαν τόνε ντραπεί σαν έρθει μέσα στη δόξα του καθώς και του πατέρα του και των άγιων των αγγέλων. Και σας λέω αληθινά· στέκουν εδώ μερικοί που δε θα δοκιμάσουνε θάνατο ως που να δουν τη βασιλεία του Θεού.»

70. Και συνέβηκε, ύστερα απ' αυτά τα λόγια ως μέρες οχτώ πήρε τον Πέτρο και τον Ιωάνη και τον Ιάκωβο κι’ ανέβηκε στο βουνό να προσευκηθεί. Και κατά την προσευκή του άλλαζε η μορφή του προσώπου του, κι’ η φορεσιά του έγινε άσπρη αστραφτερή. Και να άντρες διο μιλούσανε μαζί του, κι’ αυτοί 'ταν ο Μωυσής κι’ ο Ηλίας, που φανήκανε με δόξα κι’ έλεγαν το μισεμό του που θ' αλήθευε στην Ιερουσαλήμ. Κι' ο Πέτρος κι’ οι συντρόφοι του είταν κατανυσταγμένοι, μα αγρύπνησαν ως τέλος κι’ είδανε τη δόξα του και τους διο τους άντρες πούμειναν εκεί μαζί του. Και συνέβη, ενώ τον άφιναν να φύγουν, είπε ο Πέτρος του Ιησού «Κύριε, καλά 'ναι εδώ να μείνουμε, κι’ ας στήσουμε τρεις καλύβες, μια για σένα, και του Μωυσή μια, και μια για τον Ηλία», γιατί δεν ήξερε τι λέει. Μα ενώ μιλούσε αυτά, ήρθε σύννεφο και τους σκέπαζε· και φοβηθήκανε όταν μπήκανε στο σύννεφο. Και βγήκε από το σύννεφο φωνή κι’ έλεγε «Αυτός είναι ο γιος μου ο εκλεχτός· αυτόνε ν' ακούτε.» Και σαν ακούστηκε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μονάχος. Κι' εκείνοι σώπασαν, και κανενός δεν είπαν τότες τίποτα απ' όσα είδαν.

71. Και συνέβη, την κατόπι μέρα όταν κατέβηκαν από το βουνό, απάντησε πλήθος πολύ. Και να ένας από το πλήθος φώναξε κι’ είπε «Δάσκαλε, σε «παρακαλώ, έλα να δεις το γιο μου, γιατί 'ναι μου μονοπαίδι, και να πνέμα τον πιάνει, κι’ άξαφνα ξεφωνεί, και τόνε σπαράζει μ' αφρούς και μόλις τον αφίνει σακατεύοντάς τον. Και παρακάλεσα τους μαθητάδες σου ναν το βγάλουν και δεν κατόρθωσαν.» Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Ω γενεά άπιστη και στρεβλή, ως πότε θα μένω μαζί σας και θα σας υποφέρνω; Φέρε εδώ το γιο σου.» Κι' ενώ ακόμα σίμωνε, τον έρρηξε το δαιμόνιο και τόνε σπάραξε. Και μάλωσε το πνέμα τ' ακάθαρτο, και γιάτρεψε το παιδί και τόδωκε πίσω του πατέρα του. Και σαστίζανε όλοι με τη μεγαλοσύνη του Θεού.

72. Κι' ενώ απορούσαν όλοι μ' όλα όσα έκανε, είπε στους μαθητάδες του «Προσέξτε εσείς αυτά τα λόγια, γιατί 'ναι ο γιος τ' ανθρώπου να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων.» Κι' εκείνοι αυτό το λόγο δεν τον ένιωθαν, και τους είτανε σκεπασμένος για να μην τον εννοούν, και φοβούντανε ναν τόνε ρωτήσουν τι 'ναι αυτός ο λόγος.

Και τους μπήκε ο στοχασμός, πιος τους τάχα νά'ναι ο μεγαλύτερος. Κι' ο Ιησούς ένιωσε το στοχασμό της καρδίας τους, και πήρε ένα παιδάκι και τόστησε κοντά του και τους είπε «Όπιος δεχτεί στ' ονομά μου ετούτο το παιδάκι, εμένα δέχεται· κι οπιος μένα δεχτεί, δέχεται το στάλτη μου. Γιατί όπιος σας είναι απ' όλους ο μικρότερος, αυτός είναι μεγάλος.»

Κι' αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε «Κύριε, είδαμε έναν που με τ' όνομά σου έβγαζε δαιμόνια, και δεν τον αφίσαμε γιατί δεν πάει μαζί μας.» Κι' ο Ιησούς του είπε «'Αφίστε , γιατί όπιος δε σας είναι αντίθετός σας είναι μαζί σας.»

73. Και συνέβηκε, όταν έφτασαν οι μέρες του ν' αναληφτεί, κάρφωσε τα μάτια του κατά το δρόμο της Ιερουσαλήμ, κι’ έστειλε αποσταλμένους πριν, και πήγαν και μπήκανε σ' ένα Σαμαρείτικο χωριό για ναν του ετοιμάσουν. Και δεν τόνε δέχτηκαν, γιατί 'ταν ο σκοπός του κατά την Ιερουσαλήμ. Κι' ιδόντας το οι μαθητάδες, ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης, είπαν «Κύριε, θες να πούμε από τον ουρανό να κατεβεί φωτιά και ναν τους ξολοθρέψει;». Και γύρισε και τους μάλωσε. 74. Και πήγανε σ' άλλο χωριό.

Κι' ενώ πηγαίνανε, στο δρόμο κάπιος τούπε «Θα σ' ακολουθήσω όπου κι’ αν πας.» Κι' ο Ιησούς του είπε «Οι αλεπούδες έχουν τρύπες και τα πουλιά τ' ουρανού φωλαές, όμως ο γιος τ' ανθρώπου δεν έχει πού να γήρει το κεφάλι.» Κι' ενός άλλου τούπε «Ακολούθα με.» Κι' εκείνος είπε «Παραχώρησέ μου πρώτα το να πάω και θάψω τον πατέρα μου.» Και τούπε «Ας θάψουν τους νεκρούς τους οι νεκροί, και σήρε εσύ και κήρυχνε τη βασιλεία του Θεού.» Κι' είπε κι’ ένας άλλος «Θα σ' ακολουθήσω, Κύριε, μα «παραχώρησέ μου πρώτα ν' αποχαιρετήσω τους δικούς μου σπίτι.» Κι' ο Ιησούς είπε «Άνθρωπος που πιάνει αλέτρι και κοιτάζει πίσω, τόπο δεν έχει στη βασιλεία του Θεού.»

Chapter 10

75. Κι' όρισε κατόπι ο Κύριος άλλους εβδομήντα διο, και τους έστειλε μπροστά διο διο σε κάθε χώρα και σε μέρος πούτανε να πάει ο ίδιος. Και τους έλεγε «Πολύς ο θέρος, μα οι εργάτες λίγοι· παρακαλέστε λοιπόν το νοικοκύρη του θέρου να βγάλει εργάτες για το θέρο του. Πηγαίνετε. Νά, σας στέλνω σαν αρνιά στη μέση λύκων. Μη βαστάτε πουγγί, όχι ταγάρι, όχι σαντάλια, και μη χαιρετήστε στο δρόμο κανέναν. Και σ' όπιο σπίτι μπείτε, να λέτε πρώτα Ειρήνη στο σπίτι σας. Κι' αν εκεί 'ναι γιος ειρήνης, θ' απακουμπήσει απάνου του η ειρήνη σας· ειδεμή, θα γυρίσει πίσω σ' εσάς. Και μένετε στο ίδιο σπίτι τρώγοντας και πίνοντας ό,τι σας δώσουν, τι αξίζει ο δουλευτής την πλερωμή του. 76. Μην αλλάξτε από σπίτι σε σπίτι. Και σ' όπια χώρα μπαίνετε και σας δέχουνται, τρώτε ό,τι σας προσφέρνουν και γιατρεύετε τους αρρώστους τους, και λέτε τους Σάς έφτασε η βασιλεία του Θεού. Μα σ' όπια χώρα μπείτε και δε σας δέχουνται, βγάτε στις δημοσιές της και πέστε Και τη σκόνη που μας κόλλησε στα πόδια από τη χώρα σας πάρτε την, την ξεσκουπίζουμε· όμως να ξέρτε αυτό, πως ζύγωσε η βασιλεία του Θεού. Σας λέω πως τη μέρα εκείνη υποφερτότερα τα Σόδομα θα πάθουν παρά η χώρα εκείνη.

«Αλίμονό σου, Χοραζείν! αλίμονό σου, Βηδσαϊδά! Τι αν είχανε γενεί στην Τύρο και Σιδώνα τα θάματα που σας έγιναν, καιρό τώρα θάχανε μετανιώσει καθισμένοι με σακκόπανο και στάχτη. Μα η Τύρο κι’ η Σιδώνα υποφερτότερα θα πάθει στον καιρό της κρίσης παρά εσείς. Κι' εσύ, Καφαρναούμ, που ως στον ουρανό σηκώθης, ως στον Άδη θενά κατεβείς. Όπιος σας ακούει, εμένα ακούει· κι’ όπιος σας παρακούει, εμένα παρακούει· κι’ όπιος παρακούει εμένα, παρακούει το στάλτη μου.»

77. Και γύρισαν οι εβδομήντα διο χαρούμενοι και λέγανε «Κύριε, με τ' όνομά σου και τα δαιμόνια μας ακούν.» Και τους είπε «Θωρούσα το Σατανά πούπεσε απ' τον ουρανό σαν αστραπή. Νά, σας έδωκα την εξουσία του να πατείτε φείδια και σκορπιούς και κάθε δύναμη του εχτρού, και τίποτα δε θα σας βλάψει. Όμως γι' αυτό μη χαίρεστε, το πως σας ακούν τα πνέματα· μόνε να χαίρεστε που γράφτηκαν τα ονόματά σας στα ουράνια.»

78. Εκείνη την ώρα αναγάλλιασε το πνέμα του τ' άγιο κι’ είπε «Δοξολογώ σε, πατέρα, αφέντη τ' ουρανού και της γης, γιατί τάκρυψες αυτά από σοφούς και γνωστικούς και τα φανέρωσες σ' αθώους· Ναι, πατέρα, γιατί είταν έτσι ο ορισμός σου. Όλα τα πάντα μου παράδωσε ο πατέρας μου, και κανείς δεν ξέρει πιος είναι ο γιος εξόν ο πατέρας, και πιος είναι ο πατέρας εξόν ο γιος κι’ οπιανού θέλει ο γιος ναν τόνε φανερώσει.» Και γυρίζοντας στους μαθητάδες χώρια, είπε «Καλότυχα τα μάτια που βλέπουν όσα βλέπετε· γιατί σας λέω πως πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θελήσανε να δουν όσα εσείς βλέπετε και δεν είδαν, και να μου ακούσουν όσα ακούτε και δεν άκουσαν.»

79. Και να ένας Νομοδιάβαστος σηκώθηκε ναν τόνε δοκιμάσει κι’ είπε «Δάσκαλε, τι κάνοντας θα κληρονομήσω ζωή παντοτινή;» Κι' εκείνος τούπε «Μέσα στο Νόμο τι 'ναι γραμένο; πώς το διαβάζεις; Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε «Αγάπα τον Κύριο το Θεό μ' όλη σου την καρδιά, μ' όλη σου την ψυχή, και μ' όλη σου τη δύναμη, και μ' όλο σου το νου, και το γείτονά σου ίσαμε τον ίδιο εσένα Και τούπε «Ορθά αποκρίθηκες· αυτό κάνε και θα ζήσεις.» Κι' εκείνος θέλοντας να συζητήσει είπε του Ιησού «Και πιος είναι μου γείτονας;» Απάντησε ο Ιησούς κι’ είπε «Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιερειχώ, κι’ έπεσε σε χέρια ληστών, που κι’ αφού τον έγδυσαν και τον έδειραν, έφυγαν αφίνοντάς τον μισοπεθαμένο. Και κατά τύχη ένας παπάς κατέβαινε το δρόμο εκείνο, και σαν τον είδε, πέρασε. Το ίδιο κι’ ένας Λευείτης ήρθε εκεί, και σαν τον είδε, πέρασε. Ένας όμως Σαμαρείτης ταξιδεύοντας έφτασε κοντά του, και βλέποντάς τον τόνε πόνεσε κι’ ήρθε κοντά και τούδεσε τις πληγές περιχώντας λάδι και κρασί· και τόνε φόρτωσε στο ζω του και τον πήγε σ' ένα χάνι και τόνε φρόντισε. Και την αυγή έβγαλε διο δηνάρια κι’ έδωκε του ξενοδόχου, κι’ είπε Φρόντισέ τον· κι’ ό,τι πιο πολύ ξοδιάσεις, εγώ στο γυρισμό μου σ' το πλερώνω. Πιος απ' τους τρεις τους φάνηκε νομίζεις γείτονας τ' ανθρώπου πούπεσε στους κλέφτες;» Κι' εκείνος είπε «Εκείνος που τον πόνεσε.» Κι' ο Ιησούς τούπε «Πήγαινε κι’ εσύ κάνε το ίδιο.»

80. Κι' ενώ πήγαιναν, μπήκε ο Ιησούς σ' ένα χωριό, και μια γυναίκα μ' όνομα Μάρθα τόνε δέχτηκε σπίτι της. Κι' είχε αυτή αδερφή που τη λέγανε Μαρία, που και κάθησε κοντά στα πόδια του Κυρίου κι’ άκουγε τα λόγια του· κι’ η Μάρθα είτανε πνιγμένη στη δουλιά. Και στάθηκε κοντά του κι’ είπε «Κύριε, δε σε μέλει που η αδερφή μου μ' άφισε μονάχη και δουλεύω; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει.» Κι' ο Κύριος αποκρίθη και της είπε «Μάρθα, Μάρθα, πολλά φροντίζεις και ζαλίζεσαι· μα λίγα χρειάζουνται ή ένα. Γιατί η Μαρία διάλεξε το καλό το μερτικό, που δε θαν της το πάρουν.»


Chapter 11

81. Και συνέβη, σ' έναν τόπο έκανε την προσευκή του, κι’ άμα τέλιωσε τούπε ένας του μαθητής «Κύριε, μάθε μας να κάνουμε προσευκή, καθώς κι’ ο Ιωάνης έμαθε τους μαθητάδες του.» Και τους είπε «Όταν κάντε προσευκή, να λέτε Πατέρα, άγιο ας είναι τ' όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου· το ψωμί μας όσο μας πέφτει δίνε μας το καθεμέρα, και συχώρεσέ μας τις αμαρτίες μας τι όσους μας φταίξανε κι’ εμείς τους συχωρνούμε· και μη μας βάζεις σε πειρασμό .» Και τους είπε «Πιος σας θάχει φίλο, κι’ αν πάει μεσάνυχτα και του πει Φίλε, δάνεισέ με τρία ψωμιά, γιατί ένας φίλος μου έφτασε από ταξίδι σπίτι μου και δεν έχω τίποτα ναν του προσφέρω, κ' εκείνος από μέσα θ' απαντήσει και θα πει Μη μ' ανησυχείς· είναι τώρα πια κλεισμένη η πόρτα και τα παιδιά μου πλάγιασαν μαζί μου, δε μπορώ να σηκωθώ και να σου δώκω. Σας λέω, πως κι’ α δε σηκωθεί να δώκει του επειδή 'ναι φίλος του, μα καν για την ξαδιαντροπιά θα σηκωθεί και θαν του δώκει όσα του χρειάζουνται. Κι' εγώ σας λέω. Ζητάτε και θα σας δοθεί, γυρεύετε και θα βρείτε, χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί· γιατί όπιος ζητάει λαβαίνει, κι’ όπιος γυρεύει βρίσκει, κ' όπιος χτυπάει τ' ανοίγουν. Και πιανού σας θα ζητήσει του πάτερα ψάρι ο γιος, κι’ αντίς ψάρι θαν του δώσει φείδι; ή κι’ αυγό θαν του ζητήσει, και θα δώσει του σκορπιό; Α λοιπόν εσείς όντας κακοί ξέρετε των παιδιώνε σας να δίνετε καλά δοσίματα, πόσο πιο πολύ ο πατέρας από τον ουρανό θα δώσει άγιο πνέμα σ' όσους του ζητούν.»

82. Κι' έβγαζε δαιμόνιο άλαλο· και συνέβηκε, σα βγήκε το δαιμόνιο, μίλησε ο μουγκός. Κι' απορούσαν τα πλήθη· μα μερικοί τους είπανε «Με το Βεεζεβούλ τον αρχιδαίμονα βγάζει τα δαιμόνια.» Κι' άλλοι δοκιμάζοντάς του ζητούσανε σημάδι από τον ουρανό. Μα εκείνος ένιωσε τους στοχασμούς τους και τους είπε «Κάθε βασιλεία σα διαιρεθεί, ρημάζεται· και σπίτι σα διαιρεθεί με σπίτι, πέφτει. Κι' α διαιρέθηκε κι’ ο Σατανάς, η βασιλεία του πώς θα σταθεί; Τι λέτε πως με το Βεεζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια. Κι' αν εγώ με το Βεεζεβούλ τα βγάζω τα δαιμόνια, οι γιοι σας με πιον τα βγάζουν; Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν. Μα αν εγώ με δάχτυλο Θεού τα βγάζω τα δαιμόνια, θα πει σας πρόφτασε η βασιλεία του Θεού: Αν ο δυνατός φυλάει αρματωμένος την αυλή του, ήσυχα μένουν τα υπάρχοντά του· όμως σαν πλακώσει δυνατώτερός του και τόνε νικήσει, του παίρνει την αρματωσά του που στηρίζουνταν, και τα λάφυρά του τα μοιράζει. Όπιος δεν είναι μαζί μου, είναι αντίθετός μου· κι’ όπιος μαζί μου δε συνάζει, σκορπά. Ότα βγει τ' ακάθαρτο το πνέμα από τον άνθρωπο, διαβαίνει ξερότοπους ζητώντας να ξεκουραστεί· κι’ α δε βρει, τότες λέει Σπίτι μου θα γυρίσω απ' όπου βγήκα. Κι' έρχεται και το βρίσκει πούχει σκόλη, σαρωμένο και συγυρισμένο. Τότες πάει και παίρνει μαζί του εφτά άλλα πνέματα χειρότερά του, και μπαίνουνε και κατοικούν εκεί, και γίνουνται τ' ανθρώπου εκείνου τα στερνά χειρότερα από την αρχή.»

Και συνέβηκε, ενώ μίλαε αυτά τα λόγια, μια γυναίκα από το πλήθος έσηρε φωνή και τούπε «Καλότυχη η κοιλιά που σε βάσταξε κι’ ο κόρφος που βύζαξες.» Κι' εκείνος είπε «Κάλλια καλότυχοι όσοι ακούν το λόγο του Θεού και τον κρατούν.»

83. Κι' ενώ πύκνωναν τα πλήθη, άρχισε και τους είπε «Κακή 'ναι η φύτρα αυτή· σημάδι ζητά, και σημάδι δε θαν της δοθεί εξόν το σημάδι του Ιωνά. Γιατί όπως των Νινευειτών τους έγινε σημάδι ο Ιωνάς, έτσι θα γίνει και σ' αυτή τη φύτρα ο γιος τ' ανθρώπου. Βασίλισσα νότου θα σηκωθεί στην κρίση μαζί μ' αυτής της φύτρας τους ανθρώπους και θαν τους καταδικάσει, γιατί ήρθε από τα πέρατα της γης ν' ακούσει τη σοφία του Σολομώνα, και να πιο πολύ από Σολομώνα εδώ· Νινευείτες θ' αναστηθούνε στην κρίση μαζί μ' αυτή τη φύτρα και θαν την κα ταδικάσουν, τι μετανιώσανε με το κήρυγμα του Ιωνά, και να πιο πολύ από Ιωνά εδώ.»

84. Κανείς π' ανάψει λύχνο δεν τόνε βάζει σε κρυψώνα, μήτε στο κοιλό από κάτου, μόνε στο λυχνοστάτη απάνου για να βλέπουνε το φως όσοι μπαίνουν. Ο λύχνος του κορμιού 'ναι το μάτι σου. Όταν το μάτι σου είναι αθώο, κι’ όλο το κορμί 'ναι φωτεινό· μα όταν είναι αχαμνό, είναι και το κορμί σου σκοτεινό. Σκέψου λοιπόν το φως το μέσα σου μήπως είναι σκοτάδι. Λοιπόν αν όλο σου το κορμί 'ναι φωτεινό δίχως μέρος σκοτεινό, θάναι φωτεινό όλο καθώς ότα με τη λάμψη σε φωτίζει ο λύχνος.»

85. Κι' αφού μίλησε, τον προσκαλά ένας Φαρισαίος να δειπνήσει σπίτι του· και σα μπήκε μέσα, κάθησε να φάει. Κι' ο Φαρισαίος είδε κι’ απόρησε που πρώτα δε νίφτηκε πριν το δείπνο. Κι' ο Κύριος τούπε cΕσείς τώρα οι Φαρισαίοι παστρεύετε απ' όξω το ποτήρι και σκουτέλλι, και το μέσα σας είναι αρπαγή γιομάτο και κακία. Λωλοί, όπιος έκανε τ' απ' όξω, δεν έκανε και τ' από μέσα; Όμως τα μέσα δώστε ελεημοσύνη, κι’ όλα θα σας είναι καθαρά. Όμως αλίμονό σας, Φαρισαίοι, γιατί δίνετε το δέκατο από το διόσμο και τον πήγανο και κάθε χόρτο, και το δίκιο παραβλέπετε και την αγάπη του Θεού. Μα κι’ αυτά να κάνετε έπρεπε κι’ εκείνα να μην αφίστε.»

86. «Αλίμονό σας, Φαρισαίοι, γιατί αγαπάτε τα πρωτοστάσιδα μέσα στα συναγώγια και τους χαιρετισμούς στις αγορές. Αλίμονό σας, γιατί είστε σαν τους τάφους που δε φαίνουνται, κι’ οι ανθρώποι τους πατούν και δεν το ξέρουν.» Κι' ένας Νομοσπούδαστος αποκρίθη και του λέει «Δάσκαλε, μας προσβάλλεις, έτσι που μιλάς.» Κι' εκείνος είπε «Αλίμονό σας, εσάς Νόμοδιάβαστοι, γιατί φορτώνετε τους ανθρώπους φορτώματα αβάσταχτα, μα εσείς οι ίδιοι μ' ένα σας δάχτύλο δεν αγγίζετε τα φορτώματα.»

87. «Αλίμονο σας, γιατί χτίζετε τα μνήματα των προφητών, κι’ οι πατέρες σας τους σκότωσαν. Λοιπόν τα παραδέχεστε κι’ εγκρίνετε τα έργα των πατέρων σας, γιατί αυτοί τους σκότωσαν κι’ εσείς τους χτίζετε τάφους. Για τούτο είπε κι’ η σοφία του Θεού Θαν τους στείλω προφήτες κι’ αποστόλους, και μερικούς τους θα σκοτώσουν και θα κατατρέξουν, έτσι για να δώσει λόγο ετούτη η γενεά για ολωνών των προφητών το αίμα, όσο χύθηκε από το θεμέλιωμα του κόσμου από το αίμα τ' Άβελ ως στο αίμα του Ζαχαρία, που σκοτώθη ανάμεσα από το θυσιαστήρι κι’ ιερό. Ναι σας λέω, ετούτη η γενεά θα δώσει λόγο.»

88. «Αλίμονό σας, Νομοδιάβαστοι, γιατί πήρατε το κλειδί της μάθησης· εσείς δε μπήκατε, κι’ όσους μπαίνανε αμποδίσατε.»

Κι' από κει σα βγήκε, άρχισαν οι διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι και τον ενοχλούσαν υπερβολικά, και τον πολυξέταζαν παραμονεύοντάς τον πώς να πιάσουν τίποτα από το στόμα του.

 


Chapter 12

Στο μεταξύ μαζεύτηκε χιλιάδες κόσμος, τόσο που πατούσε ο ένας τον άλλο, κι’ άρχισε τότες κι’ έλεγε στους μαθητάδες του «Πρώτα προσέχετε από το ζυμάρι — πούναι υποκρισία — των Φαρισαίων. Και τίποτα δεν έχει σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και κρυφό που δε θα μαθευτεί. Γι' αυτό όσα είπατε στο σκοτάδι, θ' ακουστούν στο φως· κι’ ό,τι μιλήσατε στ' αυτί μέσα στα κελλιά σας, θα κηρυχτεί απάνου από δώματα.»

«Και σας λέω εσάς των φίλων μου. Μη φοβάστε όσους σκοτώνουν το κορμί, κι’ έπειτα παρακεί δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Μόνε θα σας πω πιόνε να φοβάστε· να φοβάστε εκείνον, που σα θανατώσει έχει εξουσία να ρήξει στη γέεννα. Ναι σας λέω, εκείνον να φοβάστε. Πέντε σπουργίτια δεν τα πουλούνε διο ασσάρια; Κι' ένα τους δεν είναι ξεχασμένο απ' το Θεό. Όμως εσάς κι’ οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες όλες. Μη φοβάστε· πολλά σπουργίτια υπερτεράτε εσείς.»

«Και σας λέω, όπιος με παραδεχτεί μπροστά στους ανθρώπους, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θαν τον παραδεχτεί μπροστά στους αγγέλους του Θεού· κι’ όπιος μ' αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, άρνηση θα βρει μπροστά στους αγγέλους του Θεού. Κι' όπιος κακολογήσει το γιο τ' ανθρώπου, θαν του συχωρεθεί· μα όπιος ασεβήσει στο πνέμα τ' άγιο, δε θαν του συχωρεθεί.»

«Κι' ότα σας πάνε σε συναγώγια και σ' αρχές και σ' εξουσίες, μη φροντίστε πώς ή τι θ' απολογηθείτε ή τι θα πείτε, γιατί τ' άγιο Πνέμα θα σας μάθει εκείνη τη στιγμή τι πρέπει να πείτε.»

89. Κι' ένας από το πλήθος τούπε «Δάσκαλε, πες τ' αδερφού μου να μοιράσει μαζί μου την κληρονομιά.» Κι' εκείνος τούπε «Άνθρωπε, πιος μ' έβαλε κριτή σας ή μοιραστή;» Και τους είπε «Προσέχετε και φυλάγεστε από κάθε αχορτασιά· τι από τα πλούτη σου δε ζεις, κι’ ας έχεις πλησμονή.»

90. Και τους είπε μια παραβολή λέγοντας «Ενός ανθρώπου πλούσιου ευτύχησαν τα χωράφια, και λογάριαζε μέσα του κι’ έλεγε «Τι να κάνω; γιατί δεν έχω πού να βάλω τους καρπούς μου. Κι' είπε Αυτό θα κάνω. θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω πιο μεγάλες, και θα βάλω εκεί όλο το στάρι και τ' αγαθά μου, και θα πω της ψυχής μου Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά σοδιασμένα για χρόνια πολλά· ξεκουράζου, φάγε, πιες, ξεφάντωνε.» Όμως είπε του ο Θεός «Άνθρωπε ασυλλόγιστε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν την ψυχή σου, κι’ όσα ετοίμασες πιανού θα μείνουν;» Έτσι όπιος θησαυρίζει για τον ίδιο και δεν πλουτά για το Θεό.»

Κι' είπε στους μαθητάδες του «Γι' αυτό σας λέω· μη φροντίζετε για τη ζωή τι θα φάτε, μήτε για το σώμα σας τι θα φορέστε, γιατί η ζωή 'ναι πιο πολύ από τη θροφή, και το σώμα από το φόρεμα. Παρατηρήστε τους κόρακες πώς δε σπαίρνουνε μήτε θερίζουν, που δεν έχουνε κελλάρι μήτ' αποθήκη, κι’ ο Θεός τους θρέφει· πόσο εσείς αξίζετε παραπάνου από πετούμενα; Και πιος σάς φροντίζοντας μπορεί στα χρόνια του μια πήχη να βάλει παραπάνου; Α λοιπόν ουδέ το ελάχιστο δε μπορείτε, τι φροντίζετε για τ' άλλα;»

«Παρατηρήστε τους κρίνους πως γίνουνται· δε δουλεύουνε μήτε γνέθουν· όμως σας λέω, κι’ ο Σολομώνας μέσα σ' όλη του τη δόξα σαν κανένα τους δε φόρεσε στολή. Κι' α στον κάμπο το χορτάρι πούναι σήμέρα και ταχιά το ρήχνουνε σε φούρνο, έτσι ο Θεός το στολίζει, πόσο πιότερο εσάς, λιγόπιστοι; Και μη ζητάτε εσείς τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, και μη διασκεδάζετε (γιατί όλα αυτά τα ζητούνε οι εθνικοί του κόσμου), κι’ ο πατέρας σας ξέρει πως σας χρειάζουνται. Μόνε ζητάτε τη βασιλεία του, κι’ αυτά θα σας δοθούνε μαζί.»

91. «Μη φοβάσαι, κοπαδάκι μου, ότι όρισε ο πατέρας σας να σας δώσει τη βασιλεία. Πουλήστε το ό,τι έχετε και δώστε ελεημοσύνη. Φτιάστε σας απάλιωτα πουγγιά, αστέρευτο θησαυρό στα ουράνια, όπου κλέφτης δε ζυγώνει και σκουλήκι δε χαλνά. Γιατί όπου 'ναι ο θησαυρός σας, εκεί θάναι κι’ η καρδιά σας.»

92. «Ας είναι η μέση σας ζωσμένη κι’ αναμένα τα λυχνάρια, κι’ εσείς σαν τους ανθρώπους που προσμένουν τον αφέντη τους πότε θα γλυτώσει από το γάμο, που σαν έρθει και χτυπήσει, αμέσως ναν τ' ανοίξουν. Καλότυχοι 'ναι οι σκλάβοι εκείνοι, που όταν έρθει ο αφέντης, θαν τους βρει πως αγρυπνούν· αληθινά σας λέω, πως θα ζωστεί και θαν τους καθίσει, και θα πάει ναν τους υπερετήσει. Κάνε στη δεύτερη έρθει κάνε στην τρίτη τη νυχτοφρουρά και τους εύρει έτσι, καλότυχοι 'ναι εκείνοι. Μα μάθετε το αυτό, πως αν ο νοικοκύρης ήξερε τι ώρα φτάνει ο κλέφτης, θ' αγρύπναε και δεν άφινε ναν του τρυπήσουνε το σπίτι. Ετοιμάζεστε κι’ εσείς, γιατί την ώρα που δεν καρτεράτε φτάνει ο γιος τ' ανθρώπου.»

93. Κι' ο Πέτρος είπε «Για μας αυτή την παραβολή τη λες ή και για όλους;» Κι' ο Κύριος είπε «Πιος άραγε είναι ο επιστάτης ο πιστός ο φρόνιμος, που θαν τόνε διορίσει ο αφέντης κεφαλή των δούλων του για να δίνει το ψωμί στην ώρα τους; Χαρά στο σκλάβο εκείνο, που σαν έρθει ο αφέντης του, θα βρει τον πως το κάνει. Αληθινά σας λέω πως σ' όλα τα υπάρχοντά του θαν τόνε διορίσει κεφαλή. Αν όμως πει μέσ' στην καρδιά του αυτός ο σκλάβος Αργεί ο αφέντης μου να φτάσει, κι’ αρχίσει να χτυπά τους δούλους και τις δούλες, κι’ αν τρώει και πίνει και μεθά, θα φτάσει αυτού του σκλάβου ο αφέντης την ημέρα που δεν καρτερά και την ώρα που δεν ξέρει, και διο κομάτια θαν τον κόψει, βάζοντάς τον στη σειρά των άπιστων. Και σκλάβος που γνωρίζοντας το θέλημα τ' αφεντικού του δεν ετοίμασε ή δεν έκανε κατά το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ· μα εκείνος που δεν τόξερε, κι’ αν έκαμε ό,τι αξίζει ξύλο, λίγο θα δαρθεί. Και σ' όπιονε δόθηκε πολύ, πολύ θαν του ζητήσουν και σ' όπιον πρόσφεραν πολύ, πιο πολύ θαν του γυρέψουν.»

94. «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη, και τι θέλω αν άναψε κι’ όλας; Και βάφτισμα έχω να βαφτιστώ, και τι στενονωριέμαι ως που να γίνει; θαρρείτε πως ειρήνη ήρθα να δώκω εδώ στη γη; Όχι σας λέω, μόνε χωρισμό. Γιατί από τώρα θάναι πέντε μέσα σ' ένα σπίτι χωρισμένοι· τρεις με διο και διο με τρεις θα χωριστούν, πατέρας με το γιο και γιος με τον πατέρα, μάννα με την κόρη και κόρη με τη μάννα, πεθερά με τη νύφη της και νύφη με την πεθερά.»

95. Κι' έλεγε και στα πλήθη «Σα δείτε σύννεφο που προβάλλει δυτικά, λέτε ευτύς πως έρχεται βροχή, και γίνεται έτσι· κι’ ότα δείτε που φυσά νοτιάς, λέτε πως θα γίνει κάψα, και γίνεται. Υποκριτάδες, της γης και τ' ουρανού το πρόσωπο ξέρετε να κρίνετε, μα τον τωρινόν καιρό πώς δεν ξέρετε να κρίνετε; Και γιατί και μόνοι σας δε βρίσκετε το σωστό; Τι καθώς πας με τον αντίδικό σου σ' αστυνόμο, στο δρόμο πάσκισε ναν τον ξεκάνεις, μήπως σε σήρει σε κριτή κι’ ο κριτής σε παραδώσει του κλητήρα κι’ ο κλητήρας σε βάλει φυλακή. Σου λέω, δε θα βγεις από κει ως να γυρίσεις και το τελευταίο λιανό.»


Chapter 13

96. Κι' ήρθαν τότες μερικοί πληροφορώντας τον για τους Γαλιλαίους, που το αίμα τους τόσμιξε ο Πειλάτος με τις θυσίες τους. Κι' αποκρίθη και τους είπε «Θαρρείτε πως οι Γαλιλαίοι αυτοί 'ταν πιο αμαρτωλοί παρά όλοι οι άλλοι Γαλιλαίοι γιατί τάπαθαν αυτά; Όχι σας λέω· παρά α δε μετανιώστε, όλοι παρόμια θα χαθείτε. Ή εκείνοι οι δεκοχτώ που τους πλάκωσε στο Σιλωάμ ο πύργος και τους σκότωσε, θαρρείτε πως αυτοί πιο πολύ αμάρτησαν παρ' όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ; Όχι σας λέω· παρά α δε μετανιώστε, όλοι το ίδιο θα χαθείτε.» Κι' έλεγε αυτή την παραβολή «Είχε ένας μια συκιά φυτεμένη μέσ' στ' αμπέλι του, κι’ ήρθε και γύρευε στη συκιά καρπό και δε βρήκε. Κι' είπε στον αμπελουργό Νά τρία χρόνια τώρα έρχουμαι και ζητώ σ' ετούτη τη συκιά καρπό, και δε βρίσκω· κόψ' την, τι ν' αμποδίζει και τη γη; Κι' εκείνος αποκρίθη και του λέει Αφέντη, άφισ' την κι’ αυτόν το χρόνο, ως που να σκάψω γύρω και ναν την κοπρίσω· κι’ αν κάνει του λοιπού καρπό, καλά· ειδεμή, την κόβεις.»

97. Κι' έτυχε σαββάτο να διδάσκει σ' ένα συναγώγι. Και να γυναίκα πούχε πνέμα αρρώστιας δεκοχτώ χρόνια, κι’ έσκυβε και δε μπορούσε να σταθεί ίσια ολότελα. Και σαν την είδε ο Ιησούς, την έκραξε και της είπε «Γυναίκα, λύθηκες από την αρρώστια σου.» Κι' έβαλε απάνου της τα χέρια του, κι’ αμέσως στάθηκε ίσια και δόξαζε το Θεό. Κι' απάντησε ο αρχισυνάγωγος, αγαναχτώντας που σαββάτο γιάτρεψε ο Ιησούς, κι’ έλεγε του λαού πως «Έχουμε έξη μέρες που πρέπει να δουλεύουμε· αυτές λοιπόν πηγαίνετε γιατρεύεστε, κι’ όχι τη μέρα του σαββάτου.» Κι' ο Κύριος του αποκρίθη κι’ είπε «Υποκριτάδες, καθένας σας σαββάτο δε λύνει το βόδι ή το γαϊδούρι του από το παχνί, και δεν το πάει και το ποτίζει; Κι' ετούτη κόρη τ' Αβραάμ πούδεσε ο Σατανάς δεκοχτώ χρόνια τώρα, δεν έπρεπε να λυθεί από τούτο το δέσιμο τη μέρα του σαββάτου;» Κι' έτσι μιλώντας καταντρόπιασε όλους τους αντίθετούς του, κι’ όλος ο λαός χαιρότανε μ' όλα τα λαμπρά τα έργα πού κανε.

98. Έλεγε λοιπόν «Τι μιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι ναν την παραβάλω; Μιάζει σπυρί σινάπι που το πήρε και φύτεψε ένας άνθρωπος στο περιβόλι του· και μεγάλωσε κι’ έγινε δέντρο, και τα πετούμενα τ' ουρανού φωλιάσανε μέσα στα κλαδιά του.» Και πάλι είπε «Με τι να παραβάλω τη βασιλεία του Θεού; Μιάζει προζύμι που το πήρε μια γυναίκα κι’ έχωσε σε τρία σάχα αλεύρι, όσο που ανέβηκε όλο.»

99. Και περνούσε χώρα χώρα και χωριό χωριό διδάσκοντας και ταξιδεύοντας κατά την Ιερουσαλήμ Και τούπε κάπιος «Κύριε, αν είναι λίγοι να σωθούν;» Κι' εκείνος τους είπε «Πασκίζετε να μπείτε από τη στενή την πόρτα, γιατί πολλοί, σας λέω, θα ζητήσουν το να μπουν, και δε θα κατορθώσουν μια κι’ ο νοικοκύρης σηκωθεί και κλείσει την πόρτα. Και θ' αρχίστε να στέκεστε όξω και να χτυπάτε την πόρτα λέγοντας Αφέντη, άνοιξέ μας. Και θ' απαντήσει και θα σας πει Από που είστε, δε σας ξέρω. Τότες θ' αρχίστε και θα λέτε Εφάγαμε μπροστά σου κι’ ήπιαμε και δίδαξες στις δημοσιές μας. Και θα πει λέγοντάς σας Από που είστε, δε σας ξέρω. Μακριά από μένα κάθ' εργάτης αδικίας· εκεί θάναι το κλάψε και το τρίξε των δοντιών, σα δείτε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ κι’ όλους τους προφήτες μέσα στη βασιλεία του Θεού, κι’ εσάς που θα σας βγάζουν όξω. Και θάρθουνε απ' ανατολή και δύση και βοριά και νότο και θα κάτσουνε να φαν μέσα στη βασιλεία του Θεού. Και να είναι τελευταίοι που θα γίνουν πρώτοι, κι’ είναι πρώτοι που θα γίνουν τελευταίοι.»

100. Αυτή την ώρα ήρθανε μερικοί Φαρισαίοι και τούλεγαν «Έβγα και πήγαινε από δω, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε θανατώσει.» Και τους είπε «Να πάτε και να πείτε αυτής της αλεπούς Νά βγάζω δαιμόνια και γιατρεύω σήμερα κι’ αύριο, και την κατόπι μέρα γλυτώνω· όμως πρέπει σήμερα κι’ αύριο και την κατόπι μέρα να πηγαίνω, τι δε γίνεται προφήτης να χαθεί όξω από την Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ εσύ που θανατώνεις τους προφήτες και πετροβολάς τους αποστόλους σου, πόσες φορές δε θέλησα να περιμάσω τα παιδιά σου, έτσι όπως όρνιθα τα ορνίθια της κάτου από τις φτερούγες, και δε θελήσατε! Νά, σας παραιτούν το σπίτι σας. Και σας λέω, δε θα με δείτε ως που να πείτε Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίου »


Chapter 14

101. Και συνέβηκε, εκεί που ένα σαββάτο πήγε σ' ενός Αρχιφαρισαίου να φάει ψωμί, αυτοί τον παραφύλαγαν. Και να ένας άνθρωπος είταν υδρωπικός κι’ έστεκε μπροστά του. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε στους Νομοσπούδαστους και στους Φαρισαίους λέγοντας «Μπορεί κανείς σαββάτο να γιατρέψει ή όχι;» Κι' εκείνοι σώπασαν. Και καταπιάστη και τόνε γιάτρεψε, και τον άφισε να φύγει. Κι' εκεινών τους είπε «Πιανού σας γιος ή βόδι θα πέσει σε πηγάδι, κι’ ευτύς δε θαν τον ανασήρτε το σαββάτο; Και δε μπορέσανε σ' αυτά ναν τ' απαντήσουν πίσω.

102. Κι' έλεγε στους καλεσμένους παραβολή παρατηρώντας πως διάλεγαν τα πρωτοκαθίσματα, λέγοντάς τους «Ότα σε καλέσει κανείς σε γάμο, μην κάθεσαι στην πρώτη θέση, μήπως έχει καλεσμένο πιο σημαντικώτερό σου κι’ έρθει ο καλεστής σας και σου πει Κάνε του θέση. Και θ' αρχίσεις τότες με ντροπή να παίρνεις τη στερνή τη θέση. Μόνε όταν καλεστείς, πήγαινε και κάτσε στη στερνή τη θέση, έτσι που σαν έρθει ο καλεστής σου να σου πει Φίλε, ανέβα παραπάνου. Τότες όλοι θα σε καμαρώσουν οι συντράπεζοί σου. Γιατί όπιος ανυψώνεται θα χαμηλωθεί, κι’ όπιος χαμηλώνεται θ' ανυψωθεί.» Κι' έλεγε στον καλεστή του «Σαν κάνεις τραπέζι την αυγή ή το βράδυ, μη φωνάζεις τους φίλους σου μηδέ τους αδερφούς σου μηδέ τους συγγενήδες σου μηδέ γειτόνους πλούσιους, μήπως σε καλέσουνε κι’ αυτοί κι’ ανταποδοθεί σου. Μόνε σαν κάνεις κάλεσμα, φώναζε φτωχούς, σακάτηδες, κουτσούς, στραβούς, και χαρά σ' εσένα που δεν έχουν να σ' ανταποδώσουν τι θ' ανταποδοθεί σου όταν αναστηθούν οι άγιοι.» Κι' ένας συντράπεζος, σαν τ' άκουσε, του είπε «Χαρά 'στον που θα φάει ψωμί μέσα στη βασιλεία του Θεού.» Κι' εκείνος τούπε «Ένας άνθρωπος έκανε τραπέζι μεγάλο και κάλεσε πολλούς. Κι' έστειλε το σκλάβο του την ώρα του φαγιού να πει των καλεσμένων Ελάτε, γιατί 'ναι τώρα έτοιμα. Κι' αρχίσανε όλοι μονομιάς ναν τον παρακαλούνε ναν τους αφίσει. Ο πρώτος τούπε Χωράφι αγόρασα, κι’ έχω ανάγκη να πάω όξω ναν το δω· παρακαλώ σε, ξέγραψέ με. Κι' άλλος είπε Βόδια αγόρασα, πέντε ζευγάρια, και πηγαίνω ναν τα δοκιμάσω· παρακαλώ σε, ξέγραψέ με. Κι' άλλος είπε Γυναίκα πήρα, και για τούτο δε μπορώ ναρθώ. Κι' ήρθε ο σκλάβος και τα δηγήθηκε τ' αφεντικού του. Τότες ο νοι-

( λείπει η σελίδα 182-183)


Chapter 15


Καθώς επερνούσε τα διάφορα μέρη, τον επλησίαζαν όλοι οι τελώναι και οι αμαρτωλοί με ενδιαφέρον να ακούσουν την διδασκαλίαν του. Οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς εγόγγυζαν μεταξύ των λέγοντες, ότι αυτός δέχεται κοντά του με πολλήν συμπάθειαν αμαρτωλούς και μάλιστα τρώγει μαζή των. Είπε δε προς αυτούς την παραβολήν αυτήν. Ποιος άνθρωπος από σας, εάν έχη εκατόν πρόβατα και χάση ένα από αυτά, δεν αφίνει τα ενενήντα εννέα μόνα των εις ερημικόν μέρος και πηγαίνει εις αναζήτησιν του χαμένου, έως ότου το εύρη; Και αφού το εύρη δεν κτυπά, αλλά το βάζει γεμάτος χαράν επάνω στους ώμους του. Και αφού έλθη στο σπίτι του, προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονας και τους λέγει· Χαρήτε και σεις μαζή μου, διότι ευρήκα το χαμένο πρόβατό μου. Σας διαβεβαιώνω, ότι έτσι μεγάλη χαρά θα είναι στον ουρανόν δι' ένα αμαρτωλόν που μετανοεί, περισσότερον κτυπητή από όσον είναι η χαρά δια τους ενενήντα εννέα δικαίους, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκην από μετάνοιαν.

Η ποιά γυναίκα, που έχει δέκα δραχμές, εάν χάση μίαν δραχμήν, δεν ανάπτει τον λυχνάρι και δεν σαρώνει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά με το φως του λυχναριού παντού, έως ότου εύρη την δραχμήν; Και αφού την εύρη καλεί στο σπίτι της όλες τις φίλες και τις γειτόνισες και λέγει· Χαρήτε μαζή μου, διότι ευρήκα την δραχμήν που έχασα. Σας διαβεβαιώνω, ότι γίνεται χαρά μεγάλη εμπρός στους αγγέλους του Θεού και με συμμετοχήν των αγγέλων δι' ένα αμαρτωλόν που μετανοεί”.

Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του. Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον..

. . . του με το να ζει παράλυτα. Και σαν τα ξόδιασε όλα, έγινε πείνα δυνατή σ' αυτόν τον τόπο, κι’ άρχισε εκείνος να μην έχει. Και πήγε προσκολλήθηκε σ' έναν από τους κατοίκους του τόπου εκείνου, και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Και λαχταρούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα πού τρωγαν οι χοίροι, και δεν τούδινε κανείς. Κι' ήρθε στο νου του κι’ είπε “Πόσοι εργάτες του πατέρα μου περισσεύουν το ψωμί, όμως εγώ πεθαίνω εδώ της πείνας. Θα σηκωθώ και θενά σήρω στον πατέρα μου και θαν του πω Πατέρα, έφταιξα στον ουρανό και σε λόγου σου, δεν αξίζω πια να με λένε γιο σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου.»

Και σηκώθηκε και πήγε στον πατέρα του. Κι' ενώ 'ταν πέρα ακόμα, τον είδε ο πατέρας του και τόνε σπλαχνίστη, κι’ έτρεξε έπεσε στο λαιμό του και τον καταφίλησε. Κι' ο γιος τούπε Πατέρα, έφταιξα στον ουρανό και σε λόγου σου, δεν αξίζω πια να με λένε γιο σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου. Κι' ο πατέ ρας είπε στους σκλάβους του «Γλήγορα βγάλτε τη φορεσιά την πρώτη και ντύστε τον, και δώστε δαχτυλίδι για το χέρι του και σαντάλια για τα πόδια, και φέρτε σφάξτε το μοσκάρι το θρεφτό· κι’ ας φάμε, ας ξεφαντώσουμε. Τι αυτός ο γιος μου πεθαμένος είταν κι’ έζησε, χαμένος είτανε και βρέθηκε. Κι' αρχίσανε να ξεφαντώνουν. Κι' είταν ο γιος του ο πιο μεγάλος στο χωράφι. Και καθώς γύριζε και ζύγωνε στο σπίτι, άκουσε τραγούδια και χορούς· και κράζοντας ένα κοπέλλι το ρωτούσε το τι τάχα νάναι αυτά. Κι' εκείνος τούπε πως Ο αδερφός σου ήρθε, κι’ έσφαξε ο πατέρας σου το μοσκάρι το θρεφτό τι πίσω τόνε δέχτηκε καλά· Και θύμωσε και μέσα δεν ήθελε να μπει. Κι' ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε. Κι' εκείνος αποκρίθη κι’ είπε του πατέρα του «Νά τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτές μου προσταγή σου δεν παράβηκα, και δε μού δωκες ποτές σου εμένα γίδι να ξεφαντώσω με τους φίλους μου· μα μόλις ήρθε ο γιος σου αυτός που σού φαγε το βιος με πόρνες, τούσφαξες το θρεφτό μοσκάρι. Κι' εκείνος τούπε «Παιδί μου, εσύ πάντα 'σαι μαζί μου κι’ όλα τα δικά μου ναι δικά σου· μα να ξεφαντώσουμε έπρεπε και να χαρούμε, τι αυτός ο αδερφός σου πεθαμένος είταν κι έζησε, και χαμένος και βρέθηκε.»


Chapter 16

106. Κι' έλεγε και στους μαθητάδες «Είταν ένας πλούσιος πούχε επιστάτη, και του τον καταλάλησαν πως σκόρπαε τα υπάρχοντά του. Και τόνε φώναξε και τούπε «Τι 'ναι αυτά π' ακούω για σένα; Δώσε μου λόγο της επιστασίας σου, τι δεν έχει πια να επιστατήσεις.» Κι' ο επιστάτης είπε μέσα του «Τι να κάνω που ο αφέντης μου μού παίρνει την επιστασία; Να σκάψω δε βαστώ και να ζητιανεύω ντρέπουμαι. Ξέρω τι θα κάνω, που σα χάσω την επιστασία να με πάρει ο κόσμος σπίτι τους.» Κι' έκραξε έναν έναν τ' αφεντικού του τους χρεώστες, κι έλεγε του πρώτου «Πόσα χρωστάς τ' αφέντη μου;» Κι' εκείνος είπε «Εκατό πιθάρια λάδι.» Κι' εκείνος τούπε «Λάβε την απόδειξή σου και κάτσε γράψε γλήγορα πενήντα.» Έπειτα είπε σ' έναν άλλον «Κι' εσύ πόσα χρωστάς;» Κι' εκείνος είπε «Εκατό κοίλα στάρι.» Του λέει «Λάβε την απόδειξή σου και γράψε ογδόντα.»

Και παίνεσε ο αφέντης τον άτιμο επιστάτη πως φρόνιμα έκανε, τι αυτού του κόσμου οι γιοι είναι γνωστικώτεροι πιο πολύ από του φωτός τους γιους στα χρόνια τα δικά τους. Κι' εγώ σας λέω, κερδίστε φίλους μ' έξοδα του μαμωνά του άδικου, που ότα σωθεί ο μαμωνάς να σας δεχτούνε στα παντοτινά καλύβια. Ο πιστός σε λιγώτατο, και σε πολύ 'ναι πιστός· κι’ ο άτιμος σε λιγώτατο, και σε πολύ 'ναι άτιμος. Λοιπόν α δε φανήκατε πιστοί στο μαμωνά τον άδικο, τον αληθινό πιος θα σας τόνε μπιστευτεί; Κι' α με τον ξένο δε φανήκατε πιστοί, πιος θα σας δώσει το δικό σας;

107. «Κανένας δούλος δε μπορεί διο αφεντάδες να δουλεύει, γιατί ή τον ένα θα μισήσει και τον άλλο θ' αγαπήσει, ή στον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλο θ' αψηφίσει. Δε μπορείτε Θεό να δουλεύετε και Μαμωνά.»

Κι' ακούγανε όλα αυτά οι Φαρισαίοι, ανθρώποι φιλοχρήματοι, και τον περιγελούσαν. Και τους είπε «Εσείς κάνετε τους άγιους μπροστά στους ανθρώπους, μα ο Θεός γνωρίζει την καρδιά σας· γιατί ό,τι ανυψώνει ο άνθρωπος σιχαίνεται ο Θεός.

108. «Ο Νόμος κι’ οι Προφήτες ως στον Ιωάνη· από τότες κηρύχνεται το καλό το μήνημα της βασιλείας του Θεού κι’ όλοι βιάζουνται να μπουν. Όμως ευκολώτερό 'ναι να περάσει ο ουρανός κι’ η γη παρά να πέσει μια γραμμίτσα του Νόμου.

«Όπιος χωρίζει τη γυναίκα του και παίρνει άλλη, μοιχεύει· κι’ όπιος παίρνει χωρισμένη από τον άντρα της, μοιχεύει.

109. «Κι' ένας άνθρωπος είταν πλούσιος και φόραε στολή βυσσινιά και λινή, ξεφαντώνοντας καθεμέρα μεγαλόπρεπα. Κι' ένας φτωχός μ' όνομα Λάζαρος κοίτουνταν κοντά στην αυλόπορτα του πληγιασμένος και λαχταρώντας να χορτάσει μ' όσα πέφτανε από το τραπέζι του πλούσιου· μα αντίς κι’ οι σκύλοι πήγαιναν κι έγλυφαν τις πληγές του. Κι' έτυχε ο φτωχός να πεθάνει και ναν τον παν οι αγγέλοι στον κόρφο του Αβραάμ. Και πέθανε κι’ ο πλούσιος και τον έθαψαν. Και μέσ' στον Άδη σήκωσε τα μάτια εκεί που βασανίζουνταν, και βλέπει πέρα τον Αβραάμ και μέσ' στον κόρφο του το Λάζαρο· και φώναξε κι’ είπε «Πατέρα Αβραάμ λυπήσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει την άκρη του δάχτυλού του νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, τι τυραννιούμαι μέσα σ' αυτή τη φλόγα. Κι' είπε ο Αβραάμ «Παιδί μου, μην ξεχνάς πως χάρηκες τ' αγαθά σου στη ζωή σου, κι’ ο Λάζαρος το ίδιο τα κακά· και τώρα εκείνος έχει εδώ παρηγοριά, κι’ εσύ καημούς. Κι' έπειτα μεταξύ σ' εμάς κι’ εσάς είναι στυλωμένο βάραθρο μεγάλο, που όσοι θέλουν να διαβούνε από δω σ' εσάς να μη μπορούνε, μηδέ να διαπεράσουν από εκεί σ' εμάς. Κι' είπε «Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, γιατί έχω πέντε αδέρφια, για να τους φωτίσει, που να μην έρθουνε κι’ εκείνοι σ' αυτόν τον τόπο του βασανισμού. Κι' ο Αβραάμ λέει «Έχουνε το Μωυσή και τους Προφήτες· εκείνους ας ακούσουν.» Κι' εκείνος είπε «Όχι, πατέρα Αβραάμ παρά αν κανένας πάει απ' τους νεκρούς, θα μετανιώσουν.» Και τούπε Α δεν ακούν το Μωυσή και τους Προφήτες, μηδ' αν κανείς αναστηθεί από τους νεκρούς δε θα πειστούνε.»


Chapter 17

110. Κι' είπε στους μαθητάδες του «Δε γίνεται το να μην έρθουν οι πειρασμοί, Όμως αλίμονό του που τους κάνει κι έρχουνται. Πιο του συφέρνει αν έχει μια μυλόπετρα τριγύρω στο λαιμό του κι’ είναι πεταγμένος στο γιαλό, παρά το να πειράξει έναν από τους μικρούς αυτούς. Προσέχετε. Α φταίξει ο αδερφός σου, μάλωσέ τον· κι’ α μετανιώσει, άφισέ τον. Κι' αν την ημέρα εφτά φορές σου φταίξει κι’ εφτά φορές γυρίσει πίσω λέγοντάς σου Μετανιώνω, άφισέ τον.»

111. Κι' οι Αποστόλοι είπαν του Κυρίου «Δώσε μας πίστη.» Κι' ο Κύριος είτε «Αν είχατε πίστη σα σπυρί σινάπι, θα λέγατε εκείνης της συκιάς Ξερριζώσου και φυτέψου μέσ' στη θάλασσα, και θα σας άκουγε. Και πιος σας έχει σκλάβο οργωτή ή βοσκό, και σα γυρίσει απ' το χωράφι, αμέσως θαν του πει Πέρνα και κάθησε να φας, μόνε δε θαν του πει Ετοίμασέ μου να δειπνήσω, και ζώσου κι’ υπερέτα με ως να φάω και πιώ, κι’ ύστερα τρως κι’ εσύ και πίνεις; Μήπως του χρωστά του σκλάβου χάρη πού κανε την προσταγή ; Έτσι κι’ εσείς, σαν κάνετε όλα που σας προσταχτούν, να λέτε πως Είμαστε άχρηστοι σκλάβοι· ό,τι έπρεπε να κάνουμε, κάναμε.»

112. Και συνέβηκε, ενώ πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια και Γαλιλαία. Και μπαίνοντας σ' ένα χωριό, απάντησε δέκα ανθρώπους λωβιασμένους που σηκωθήκανε απ' αλάργα κι’ είπανε με δυνατή φωνή «Ιησού αφέντη, συμπόνεσέ μας.» Και σαν τους είδε, είπε «Πηγαίνετε και δειχτείτε στους παπάδες.» Και συνέβηκε, ενώ πήγαιναν, καθαριστήκανε. Κι' ένας τους σαν είδε πως γιατρεύτηκε, γύρισε, με φωνή μεγάλη δοξολογώντας το Θεό· κι’ έπεσε πίστομα κοντά στα πόδια του και τον ευχαριστούσε. Κι' είταν αυτός Σαμαρείτης. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Δεν καθαρίστηκαν κι’ οι δέκα; και πού 'ναι οι εννιά; Δε βρέθηκε άλλος να γυρίσει και δοξάσει το Θεό εξόν αυτός ο ξένος;» Και τούπε «Σήκω και πήγαινε.»

113. Και τόνε ρώτησαν οι Φαρισαίοι πότε φτάνει η βασιλεία του Θεού, και τους αποκρίθη κι’ είπε «Δε φτάνει με φαινόμενο η βασιλεία του Θεού, μηδέ θα πούνε Νά εδώ ή εκεί, γιατί να μέσα σας είναι η βασιλεία του Θεού.» Κι' είπε στους μαθητάδες «Θάρθεί καιρός που θα ποθήστε να δείτε μια από τις ημέρες του γιου τ' ανθρώπου και δε θα βλέπετε. Και θα σας πούνε Νά εκεί ή να εδώ· μην τρέξτε κατόπι. Γιατί καθώς η αστραπή αστράφτει πέρα κάτου από τον ουρανό και λάμπει ως πέρα κάτου από τον ουρανό, έτσι θα γίνει με το γιο τ' ανθρώπου. Μα πρώτα πρέπει πολλά να πάθει, και ν' αποκηρυχτεί από τη γενεά την τώρα. Κι' όπως έγινε στον καιρό του Νώε, έτσι θα γίνει και στον καιρό του γιου τ' ανθρώπου· έτρωγαν, έπιναν, γάμους είχαν και παντριές, ως στην ημέρα ότα μπήκε ο Νώε στην κιβωτό, κι’ ήρθε ο κατακλυσμός και τους κατάστρεψε όλους. Το ίδιο καθώς έγινε στον καιρό του Λωτ· έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσανε, φυτεύανε, έχτιζαν· και την ημέρα ότα βγήκε ο Λωτ από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θιάφι από τον ουρανό και τους κατάστρεψε όλους· τα ίδια θα γενούν τη μέρα που θα φανερώνεται ο γιος τ' ανθρώπου. Τη μέρα εκείνη όπιος βρίσκεται στη στέγη απάνου και τα πράματά του μέσ' στο σπίτι, ας μην κατέβει ναν τα πάρει· κι’ όπιος στο χωράφι, το ίδιο ας μη γυρίσει πίσω. Μην ξεχνάτε τη γυναίκα, του Λωτ. Όπιος ζητήσει τη ζωή του να γλυτώσει, θαν τη χάσει· κι’ όπιος τη χάσει, θαν τη ζωντανέψει. Σας λέω, τη νύχτα εκείνη διο θα βρίσκουνται σ' ένα κλινάρι απάνου, ο ένας θα παρθεί μαζί κι’ ο άλλος θ' αφεθεί· διο θ' αλέθουνε μαζί, η μια τους θα παρθεί μαζί κι’ η άλλη θ' αφεθεί.» Κι' αποκρίθηκαν και του λένε «Πού, Κύριε;» Κι' εκείνος τους είπε «Όπου το ψοφίμι, εκεί θα μαζευτούνε και τα όρνια.»


Chapter 18

114. Και τους έλεγε παραβολή για το πώς πρέπει πάντα να προσεύκουνται δίχως ν' αποδειλιούνε, λέγοντας «Είτανε σε μια χώρα ένας κριτής που δε φοβούνταν το Θεό κι’ άνθρωπο δε σέβουνταν. Κι' είτανε στη χώρα αυτή μια χήρα, και πήγαινε και τούλεγε Δώσε μου το δίκιο μου από τον αντίδικο μου. Και καιρό δεν ήθελε. Κι' είπε κατόπι μέσα του Αν και δε φοβάμαι το Θεό κι’ άνθρωπο δε σέβουμαι, όμως γιατί με ζαλίζει καν η χήρα αυτή θαν της δώσω το δίκιο της, μήπως με το να έρχεται στο τέλος μ' αρρωστήσει.» Κι' είπε ο Κύριος «Τ' ακούσατε τι λέει ο άδικος κριτής· αμή ο Θεός δε θα δώσει το δίκιο τους στους εκλεχτούς του που μέρα νύχτα του φωνάζουνε, και δε θάχει απομονή μαζί τους; Σας λέω πως θαν τους δώσει γλήγορα το δίκιο τους. Όμως σαν έρθει ο γιος τ' ανθρώπου, τάχα θα βρει στη γη, την πίστη;»

115. Κι' είπε και για μερικούς, που πίστευαν πως είναι ενάρετοι και καταφρονούσαν τους λοιπούς, αυτή την παραβολή «Διο ανθρώποι πήγαν απάνου στο ναό να προσευκηθούν, ο ένας Φαρισαίος κι’ ο άλλος τελώνης. Κι' ο Φαρισαίος στάθηκε κι’ αυτά περίκαλιούνταν μέσα του Ευχαριστώ σε, Θε μου, που δεν είμαι σαν τους λοιπούς ανθρώπους, τους άρπαγες, τους άδικους, παράλυτους, ή και σαν τον τελώνη εκεί. Νηστεύω τη βδομάδα διο φορές, δίνω το δέκατο απ' όλα όσα κερδίζω. Όμως ο τελώνης έστεκε μακριά και δεν ήθελε μήτε τα μάτια να σηκώσει στα ουράνια, μόνε στηθοκοπιούνταν κι’ έλεγε Θε μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό. Σας λέω, αυτός κατέβη αθωωμένος σπίτι του παρά ο άλλος, γιατί όπιος ανυψώνεται θα χαμηλωθεί, κι’ όπιος χαμηλώνεται θ' ανυψωθεί.»

116. Και τούφερναν και τα μωρά για ναν τ' αγγίξει· κι’ οι μαθητάδες τόδαν και τους μάλωναν. Κι' ο Ιησούς τα φώναξε κι’ είπε «Αφίστε τα παιδάκια κι’ ας έρχουνται κοντά μου, και μην τ' αμποδίζετε· γιατί των τέτιων είναι η βασιλεία του Θεού. αληθινά σας λέω, όπιος δε δεχτεί σαν παιδάκι τη βασιλεία του Θεού, μέσα δε θα μπει.»

117. Και τόνε ρώτησε ένας άρχοντας κι’ είπε «Καλέ μου δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω ζωή παντοτινή;» Κι' ο Ιησούς του είπε «Τι με λες καλόν; Κανείς καλός εξόν ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις· μη μοιχεύεις, μη σκοτώνεις, μην κλέβεις, μην ψευτομαρτυράς, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα .» Κι' εκείνος είπε «Όλα αυτά τα φύλαξα από μικρός.» Κι' άκουσε ο Ιησούς και τούπε «Ένα σου λείπει ακόμα· όλα όσα έχεις πούλατα και μοίρασέ τα σε φτωχούς — και θα λάβεις θησαυρό στα ουράνια — κι’ έλα ακολούθα με.» Κι' εκείνος σαν τ' άκουσε, καταλυπήθη γιατί είταν πλούσιος υπερβολικά.

Κι' όταν τόδε ο Ιησούς, είπε πως «Δύσκολα όσοι έχουνε τα πλούτη μπαίνουνε στη βασιλεία του Θεού. Γιατί ευκολώτερα θα μπει γκαμήλα από βελόνας μάτι παρ' ό,τι μπαίνει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού.» Κι' είπαν όσοι τ' άκουσαν «Και πιος μπορεί να σωθεί;» Κι' εκείνος είπε «Τ' αδύνατα με τους ανθρώπους δυνατά με το Θεό.» Κι' ο Πέτρος είπε «Νά, εμείς αφήκαμε τα δικά μας και σ' ακολουθήσαμε.» Κι' εκείνος τους είπε «Αληθινά σας λέω, πως κανείς δεν άφισε σπίτι ή γυναίκα ή αδερφούς ή γονέους ή παιδιά για τη βασιλεία του Θεού παρά θα λάβει πολλαπλά στον τωρινόν καιρό, και στον αιώνα πούρχεται ζωή παντοτινή.»

118. Και πήρε τους δώδεκα και τους είπε «Νά ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ και θα πάθει ο γιος τ' ανθρώπου όλα τα γραμένα μέσο των Προφητών. Τι θαν τον παραδώσουνε στους εθνικούς και θαν τον περιπαίξουν και ντροπιάσουνε και φτύσουν, και βουρδουλίζοντάς τον θαν τόνε σκοτώσουν, και σε τρεις μέρες θ' αναστηθεί.» Κι' εκείνοι τίποτα απ' αυτά δεν ένιωσαν, και τους έμενε αφανέρωτος αυτός ο λόγος και δεν ήξεραν τι έλεγε.

119. Και συνέβη, ότα ζυγώσανε στην Ιερειχώ, ένας τυφλός καθότανε σιμά στο δρόμο και ζητιάνευε. Κι' αγρικώντας πλήθος που περνούσε, ρώταε τι να τρέχει· και τον πληροφόρησαν πως ο Ιησούς περνάει ο Ναζωραίος. Κι' έβαλε τις φωνές κι’ είπε «Ιησού, γιέ του Δαυείδ, σπλαχνίσου με.» Κι' αυτοί που περπατούσανε μπροστά τόνε μαλώνανε να σωπάσει· μα αυτός πολύ περισσότερο φώναζε «Γιέ του Δαυείδ, σπλαχνίσου με.» Και στάθηκε ο Ιησούς και πρόσταξε ναν του τον παν κοντά του. Κι' όταν ήρθε, τόνε ρώτησε «Τι θέλεις να σου κάνω;» Κι' εκείνος είπε «Κύριε, να ξαναδώ.» Κι' ο Ιησούς του είπε «Να ξαναδείς· η πίστη σου σε γλύτωσε.» Κι' είδε πάλι στη στιγμή και τον ακολουθούσε δοξάζοντας το Θεό. Κι' όλος ο λαός σαν τόδε, βλόγησε το Θεό.


Chapter 19

120. Και μπήκε μέσα και περνούσε την Ιερειχώ. Και να ένας άνθρωπος που τ' όνομά του λέγουνταν Ζακχαίος, κι’ είταν πρωτοτελώνης κι’ είταν πλούσιος, ζητούσε να δει τον Ιησού πιος είναι, και δε μπορούσε από το πλήθος γιατί είχε ανάστημα κοντό. Και τρέχοντας ομπρός ανέβηκε σε μια συκομουριά ναν τόνε δει, γιατί είταν από κει να περάσει. Και σαν έφτασε στο μέρος, σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και τούπε «Ζακχαίε, κατέβα γλήγορα, πρέπει σήμερα να μείνω σπίτι σου.» Και κατέβηκε γλήγορα και τόνε δέχτηκε με χαρά. Και βλέποντάς το μουρμουρίζανε όλοι κι’ έλεγαν πως «Μπήκε σ' ανθρώπου αμαρτωλού να μείνει.» Κι' ο Ζακχαίος στάθηκε κι’ είπε στον Κύριο «Νά τα μισά μου υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω σε φτωχούς, κι’ αν καταχράστηκα κανέναν τίποτα, του τα γυρίζω πίσω τετραπλά.» Κι' ο Ιησούς του είπε πως «Σήμερα σ' αυτό το σπίτι ήρθε σωτηρία, γιατί είναι γιος κι’ αυτός του Αβραάμ Γιατί ο γιος τ' ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο.»

121. Κι' ενώ τάκουγαν αυτά, τους είπε ακόμα και μια παραβολή, επειδή ζύγωνε στην Ιερουσαλήμ και θαρρούσαν πως αμέσως θα προβάλει η βασιλεία του Θεού. Είπε λοιπόν «Ένας άνθρωπος άρχοντας μίσεψε σε τόπο μακρυνό για να λάβει βασιλεία και να γυρίσει πίσω. Κι' έκραξε δέκα σκλάβους του, κι’ έδωκέ τους δέκα μνάδες και τους είπε Εμπορεύεστε ως που να γυρίσω. Μα οι συντοπίτες του τόνε μισούσαν, και στείλανε γεροντεία πίσω του και λέγανε Δεν τόνε θέλουμε αυτόνε βασιλέα. Και συνέβηκε, σαν έλαβε τη βασιλεία κι ήρθε πίσω, είπε και του φώναξαν τους σκλάβους πούχε δώσει τα χρήματα, για να μάθει το τι εμπορεύτηκαν. Και παρουσιάστη ο πρώτος κι’ έλεγε Αφέντη, η μνα σου κέρδισε ακόμα δέκα μνάδες. Και τούπε Λαμπρά, καλέ μου σκλάβε· αφού σ' ένα μικρότατο είσουνα πιστός, όριζε δέκα χώρες. Κι' ήρθε κι’ είπε ο δεύτερος Η μνα σου, αφέντη, έβγαλε πέντε μνάδες. Κι' είπε και σ' εκείνον Κι' εσύ όριζε πέντε χώρες. Κι' ο άλλος ήρθε κι’ είπε Νά τη μνα σου, που την είχα φυλαγμένη σε κομπόδεμα· τι σε φοβούμουν, επειδή είσαι άνθρωπος στρυφνός, παίρνεις ό,τι δεν έβαλες και θερίζεις ό,τι δεν έσπειρες. Του λέει Από το στόμα σου θα σε καταδικάσω, σκλάβε κακέ. Ήξερες πως εγώ 'μαι άνθρωπος στρυφνός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα· και γιατί δεν έβαλες το χρήμα μου σε τράπεζα, κι’ εγώ στο γυρισμό μου θαν το σύναζα με τόκο. Κι' είπε στους εκεί Πάρτε του τη μνα και δώστε τη σ' εκείνον με τις δέκα μνάδες. Και τούπαν Αφέντη, έχει δέκα μνάδες. Σας λέω πως σ' όπιον έχει θα δοθεί, κι’ όπιος δεν έχει θαν του πάρουν κι’ ό,τι έχει. Ως τόσο τους εχτρούς μου εκείνους που βασιλιά τους δε με θέλησαν, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου.»

122. Και σαν είπε αυτά, περπατούσε ομπρός ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα. Και συνέβηκε, όταν έφτασε στη Βηθφαγή και Βηθανία κοντά στο βουνό που λέγεται Ελιοβούνι, έστειλε διο μαθητάδες κι’ είπε «Πηγαίνετε στ' αντικρυνό χωριό, και μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο που δεν κάθησε απάνου του κανείς ακόμα, και λύνοντάς το φέρτε το. Κι' α σας ρωτάει κανείς γιατί το λύνετε, έτσι ναν του πειτε, πως ο αφέντης το χρειάζεται.» Και πήγαν οι αποσταλμένοι κι’ ηύρανε καθώς τους είπε. Κι' όταν έλυναν το πουλάρι, τους είπαν οι νοικοκυρέοι του «Τι λύνετε το πουλάρι;» Κι' εκείνοι είπαν πως «Ο αφέντης το χρειάζεται.» Και το πήγανε στον Ιησού, κι’ έρρηξαν απάνου τα φορέματά τους στο πουλάρι κι’ ανεβάσανε τον Ιησού· και καθώς πήγαινε, έστρωναν από κάτου τα φορέματά τους μέσ' στο δρόμο. Και πια σα ζύγωνε κοντά στον πόδα του Ελιόβουνου, άρχισε όλος ο σωρός χαρούμενος των μαθητάδων και δοξολογούσε με φωνή μεγάλη το Θεό για όλα όσα είδανε τα θάματα, κι’ έλεγε «Βλογητός αυτός που φτάνει — ο βασιλέας — στ' όνομα του Κυρίου. Στα ουράνια ειρήνη, και δόξα στα ύψιστα.» Και μερικοί Φαρισαίοι από το πλήθος τούπανε «Δάσκαλε, μάλωσε τους μαθητάδες σου.» Κι' αποκρίθη κι’ είπε «Σας λέω πως αν αυτοί σωπάσουνε, οι πέτρες θα φωνάξουν.»

123. Και σαν έφτασε, είδε τη χώρα και την έκλαψε λέγοντας πως «Αν ίσως σήμερα ήξερες κι’ εσύ πιος είναι ο δρόμος της ειρήνης! Μα τώρα κρύφτηκε απ' τα μάτια σου. Τι μέρες θενά σου πλακώσουν που τριγύρω θα σου στήσουν οι εχτροί σου φράχτη, και θα σε ζώσουνε και θα σε σφίξουν από κάθε μέρος, και θενά σε γκρεμίσουνε μαζί με τα παιδιά σου μέσα σου, και μέσα δε θ' αφίσουνε λιθάρι σε λιθάρι απάνου, για τούτο, που δεν ένιωσες την εποχή του κοιταγμού σου.»

Και μπήκε στο ναό κι’ άρχισε να βγάζει τους εμπόρους λέγοντας τους «Είναι γραμένο Ο οίκος μου οίκος προσευχής θα γίνει , μα εσείς τον κάνατε κλεφτοσπηλιά.»

Και δίδασκε κάθε μέρα μέσα στο ναό. Κι' οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι ζητούσαν ναν τον ξολοθρέψουν, καθώς κι’ οι πρώτοι του λαού, και δεν έβρισκαν το τι να κάνουν, γιατί κρέμουνταν απάνου του όλος ο λαός ακούοντας.


Chapter 20

124. Και συνέβηκε μια μέρα, ενώ δίδασκε το λαό μέσα στο ναό και κήρυχνε το καλό το μήνημα, βγήκαν ομπρός του οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι μαζί με τους δημογερόντους κι’ είπανε λέγοντάς του «Πες μας με πια εξουσία κάνεις αυτά, ή πιος σ' την έδωκε αυτή την εξουσία;» Κι' αποκρίθη και τους είπε «Θα σας ρωτήσω κι’ εγώ 'να λόγο και πέστε μου· το βάφτισμα του Ιωάνη από τον ουρανό είταν ή απ' ανθρώπους;» Κι' εκείνοι μεταξύ τους συλλογίστηκαν κι’ είπαν πως «Αν πούμε από τον ουρανό, θα πει γιατί δεν τον πιστέψατε; Κι' αν πούμε απ' ανθρώπους, όλος ο λαός θα μας πετροβολήσει, τι σταθερά πιστεύει πως ο Ιωάνης είτανε προφήτης.» Κι' απάντησαν πως δεν το ξέρουν από πού. Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήτε κι’ εγώ δε σας λέω με πια εξουσία κάνω αυτά.»

125. Κι' άρχισε κι’ έλεγε του λαού την παραβολή αυτή «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέλι, και το νοίκιασε σε γεωργούς και ξενιτεύτηκε αρκετόν καιρό. Και στην ώρα του έστειλε στους γεωργούς σκλάβο για ναν του δώσουν απ' τον αμπελόκαρπο· κι’ οι γεωργοί τον έδειραν και τόνε διώξανε εύκαιρο. Κι' έστειλε κι’ άλλο σκλάβο ακόμα· κι’ εκείνοι τον έδειραν κι’ αυτόν και τόνε ντρόπιασαν και τόνε διώξανε εύκαιρο. Κι' έστειλε και τρίτο ακόμα· κι’ εκείνοι κι’ αυτόν τόνε σακάτεψαν και τόνε βγάλανε όξω. Κι' είπε ο νοικοκύρης τ' αμπελιού Τι να κάνω; Θα στείλω το γιο μου τον αγαπητό· ίσως αυτόν τον σεβαστούν. Κι' οι γεωργοί όταν τον είδαν, λογαριάζανε ένας με τον άλλον κι’ έλεγαν Αυτός είναι ο κληρονόμος· ας τόνε σκοτώσουμε για να μας μείνει εμάς η κληρονομιά. Και βγάζοντάς τον όξω από τ' αμπέλι, τόνε σκότωσαν. Λοιπόν τι θαν τους κάνει ο νοικοκύρης τ' αμπελιού; Θάρθει και θα ξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς, και τ' αμπέλι θαν το δώκει σ' άλλους.» Κι' άμα τ' ακούσανε, είπανε «Μη γένοιτο!Κι' εκείνος τους κοίταξε κι’ είπε «Τι λοιπόν θα πει αυτό που γράφτηκε Πέτρα π' απόρριψαν οι χτίστες έγινε αγκωνάρι . Όπιος πέσει σ' αυτή την πέτρα απάνου, θενά τσακιστεί· και σ' όπιον πέσει, θαν τον κάνει θρύματα.» Και ζήτησαν οι διαβασμένοι κι’ οι πρωτοπαπάδες ναν τόνε βάλουνε στο χέρι αυτή την ώρα, και φοβήθηκαν το λαό· γιατί ένιωσαν πως γι' αυτούς την είπε εκείνη την παραβολή.

126. Και καιροφυλαχτώντας ευκαιρία έστειλαν κατασκόπους, πούκαναν τάχα τους ενάρετους, για ναν του πιάσουνε λόγο, τέτιον που ναν τον παραδώσουνε στον ορισμό και στην εξουσία τ' αρχηγού. Και τόνε ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Δάσκαλε, ξέρουμε πως λες το ίσιο και διδάσκεις, και δεν κοιτάς ανθρώπους παρά με την αλήθια διδάσκεις το δρόμο του Θεού. Έχουμε άδια να δώσουμε του Καίσαρα φόρο ή όχι;» Κι' ένιωσε την πονηριά τους και τους είπε «Δείξτε μου δηνάρι. Πιανού έχει ζουγραφιά κι’ επιγραφή;» Κι' εκείνοι είπαν «Του Καίσαρα.» Κι' εκείνος τους είπε «Δώστε λοιπόν πίσω ό,τι είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα κι’ ό,τι είναι του Θεού στο Θεό.» Και δεν κατορθώσανε ναν του πιάσουν λόγο στο λαό μπροστά, κι απορώντας με την απάντησή του σώπασαν.

127. Και πήγανε μερικοί Σαδδουκαίοι, αυτοί που λένε δεν υπάρχει ανάσταση, και τόνε ρωτούσαν κι’ είπανε «Δάσκαλε, ο Μωυσής μας έγραψε Αν κανενός πεθάνει παντρεμένος αδερφός κι’ είναι άκληρος, να παίρνει ο αδερφός του τη γυναίκα και ναν του βγάζει σπέρμα τ' αδερφού του . Είτανε λοιπόν εφτά αδερφοί. Και πήρε ο πρώτος γυναίκα και πέθανε άκληρος, και την πήρε ο δεύτερος κι’ ο τρίτος· και το ίδιο κι’ οι εφτά δεν άφισαν παιδιά και πέθαναν· ύστερα πέθανε κ' η γυναίκα. Η γυναίκα λοιπόν στην ανάσταση πιανού τους γίνεται γυναίκα; γιατί κι’ οι εφτά την είχανε γυναίκα.» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Οι γιοι του κόσμου ετούτου παίρνουν άντρες και γυναίκες· μα όσοι αξιωθήκανε να κερδίσουν τον κόσμο εκείνον, καθώς και την ανάσταση από τους νεκρούς, μήτ' άντρες παίρνουνε μήτε γυναίκες, μήτε να πεθάνουν πια μπορούνε, γιατί 'ναι ισάγγελοι, και του Θεού 'ναι γιοι όντας γιοι της ανάστασης. Και το πως ανασταίνουνται οι νεκροί το φανέρωσε κι’ ο Μωυσής στο μέρος του βάτου, καθώς λέει Τον Κύριο το Θεό του Αβραάμ και το Θεό τον Ισαάκ και το Θεό του Ιακώβ . Και Θεός δεν υπάρχει νεκρώνε, μόνε ζωντανών γιατί όλοι μέσο του ζουν.» Και με1 ρικοί διαβασμένοι απάντησαν κι’ είπανε «Δάσκαλε, καλά μίλησες.» Τι δεν τολμούσαν πια ναν τόνε ρωτήσουν τίποτα.

128. Και τους είπε «Πώς λένε το Χριστό πως είναι γιος του Δαυείδ; Γιατί ο ίδιος ο Δαυείδ λέει στο βιβλίο των Ψαλμών Είπε ο αφέντης στον αφέντη μου Κάθου δεξιά μου ως που να βάλω τους εχτρούς σου των ποδιώνε σου σκαμνί . Αφέντη λοιπόν τόνε λέει ο Δαυείδ, και πώς είναι γιος του;»

Κι' ενώ άκουγε όλος ο λαός, είπε στους μαθητάδες «Προσέχετε από τους διαβασμένους, που θέλουν το να περπατούνε με στολές κι’ αγαπούνε χαιρετισμούς στις αγορές και πρωτοστάσιδα μέσα στα συναγώγια και πρωτοκαθίσματα στα δείπνα· που κατατρών τα σπίτια των χηρών και τάχα κάνουν προσευκές μεγάλες. Αυτοί θα λάβουν περισσότερη ποινή.»


Chapter 21

129. Και σηκώνοντας τα μάτια είδε τους πλούσιους πούρηχναν τα χαρίσματα τους στο ταμείο του ναού. Κι' είδε μια φτωχούλα χήρα εκεί να ρήχνει διο λιανά κι’ είπε «Αλήθια σας λέω πως η χήρα αυτή η φτωχιά πιο πολύ έρρηξε απ' όλους· γιατί όλοι εκείνοι από το περίσσεμά τους ρήξανε στα χαρίσματα, μα αυτή από το υστέρημά της όλο της το βιος πούχε τόρηξε.»

130. Κι' εκεί που μερικοί μιλούσανε για το ναό πως είναι στολισμένος με πανώρια μάρμαρα και με ταξίματα, είπε «Αυτά που βλέπετε, θα φτάσουνε μέρες που πέτρα απάνου σε πέτρα εδώ δε θ' αφεθεί που να μην γκρεμιστεί.» Και τόνε ρώτησαν κι’ είπανε «Δάσκαλε, πότε λοιπόν αυτά θα γίνουν; και πιο το σημάδι σαν είναι να γίνουν;» Κι' εκείνος είπε «Κοιτάξτε μη σας πλανέσουν. Γιατί πολλοί θαρθούνε στ' όνομά μου λέγοντας Εγώ 'μαι κι’ ο καιρός σίμωσε· μην τους ακολουθήστε. Κι' όταν ακούστε πολέμους κι’ ακαταστασίες, μη δειλιάστε· γιατί πρέπει αυτά να γίνουν πρώτα, όμως όχι ευτύς το τέλος.»

Τότες τους έλεγε «Θα σηκωθεί έθνος να χτυπήσει έθνος και βασιλεία να χτυπήσει βασιλεία, και θα γίνουνε σεισμοί μεγάλοι κι’ εδώ κι’ εκεί θανατικά και πείνες, και φόβητρα θα γίνουν κι’ από τον ουρανό τρανά σημάδια. Μα πριν απ' όλα αυτά θα βάλουνε τα χέρια απάνου σας και θα σας κατατρέξουν, σε συναγώγια παραδίνοντας σας και σε φυλακές, πηγαίνοντάς σας μπροστά σε βασιλιάδες κι’ αρχηγούς, για τ' όνομά μου· σε διαφέντεμά σας θα σας βγει. Λοιπόν θυμάστε να μη συλλογιέστε πριν τι θ' απολογηθείτε· τι εγώ θενά σας δώσω στόμα και σοφία, που αδύνατο ναν της αντισταθεί ή ν' αντιπεί κανείς αντίθετός σας. Και θα σας παραδώσουν και γονέοι κι’ αδερφοί και συγγενήδες και φίλοι, και μερικούς σας θα σκοτώσουν, κι’ όλοι θα σας μισούνε για τ' όνομά μου. Και τρίχα από την κεφαλή σας δε θα χαθεί. Με την απομονή σας θα κερδίστε τη ζωή σας.»

131. «Και σα δείτε που κυκλώνουνε στρατοί την Ιερουσαλήμ τότες έφτασε, να ξέρτε, ο ρημαγμός της. Τότες οι μέσα στην Ιουδαία ας φεύγουνε στα όρη, κι’ οι μέσα της ας βγαίνουν όξω. κι’ οι στα χωράφια ας μη γυρνούνε μέσα της, γιατί 'ναι μέρες παιδωμής αυτές που θ' αληθέψουν όλα τα γραμένα. Αλίμονο στις έγκυες κι’ όσες βυζαίνουν τότες· γιατί θα γίνει συφορά μεγάλη εδώ στη γη κι’ οργή σ' ετούτον το λαό, και θενά πέσουνε με του σπαθιού το στόμα και σκλάβους σ' όλα θαν τους παν τα έθνη, και θα καταπατούνε οι εθνικοί την Ιερουσαλήμ ως να συμπληρωθεί και φτάσει η ώρα των εθνών. Και θα γενούν σημάδια μέσ' στον ήλιο, στο φεγγάρι, στ' άστρα, και καρδιοχτύπι εθνών στη γη από σάστισμα με τη βουή γιαλού κι’ ανεμοζάλης, παγώνοντας ανθρώποι από τρομάρα κι’ απ' απαντοχή των όσα θα πλακώνουνε στην οικουμένη· τι κάθε δύναμη των ουρανών θα κλονιστεί. Και τότες θενά δουν το γιο τ' ανθρώπου που θα φτάνει μέσ' σε σύννερο με δύναμη και δόξα πολλή. Κι' όταν αυτά αρχινούν και γίνουνται, αναρθωθείτε και σηκώστε το κεφάλι σας, γιατί κοντεύει ο γλυτωμός σας.»

Και τους είπε μια παραβολή «Κοιτάξτε τη συκιά κι’ όλα τα δέντρα. Όταν πια προβάλλουν, βλέποντάς το μόνοι σας το ξέρτε πως κοντεύει πια το καλοκαίρι· έτσι κι’ εσείς, σα δείτε αυτά και γίνουνται, να ξέρτε πως κοντεύει η βασιλεία του Θεού. Αληθινά σας λέω πως αυτή δε θα περάσει η γενεά πρι γίνουν όλα· ο ουρανός κι’ η γη θενά περάσει, όμως τα λόγια μου δε θα περάσουν. Και προσέχετε μήπως σας βαρήνει ο νους από φαγοπότι και μεθύσι και φροντίδες κοσμικές, κι’ άξαφνα η μέρα αυτή σας βγει μπροστά σας σαν παγίδα· γιατί 'ναι να πλακώσει σ' όλους όσοι κάθουνται στο πρόσωπο οληνής της γης. Και προσεύκεστε άγρυπνοι κάθ' ώρα για να κατορθώστε ν' αποφύγετε όλα αυτά που μέλλουνται να γίνουν, και για να σταθείτε ομπρός στο γιο τ' ανθρώπου.»

132. Και την ημέρα δίδασκε μέσα στο ναό, κι’ έβγαινε τη νύχτα κι’ έμενε στο βουνό που λέγεται Ελιοβούνι. Κι' όλος ο λαός πήγαινε ό,τι χάραζε κοντά του μέσα στο ναό για ναν τον ακούει.


Chapter 22

Και σίμωνε η σκόλη των άζυμων — αυτή που λένε πάσκα — και ζητούσαν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι το πως ναν τόνε θανατώσουν γιατί φοβούνταν το λαό. Και μπήκε ο Σατανάς μέσα στον Ιούδα που λέγανε Ισκαριώτη, πούταν από τον αριθμό των δώδεκα, και πήγε και τα μίλησε με τους πρωτοπαπάδες και τους αρχιφυλάκους πώς ναν τους τον παραδώσει. Και χάρηκαν και συφωνήσανε ναν του δώκουνε χρήματα· και παραδέχτηκε και ζήταε ευκαιρία να τον παραδώσει δίχως εκείνοι να ταραχτούν.

133. Κι' έφτασε η μέρα των άζυμων όταν έπρεπε να γίνει η θυσία του πάσκα, κι’ έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάνη κι’ είπε «Πηγαίνετε κι’ ετοιμάστε μας το πάσκα για να φάμε.» Κι' εκείνοι τούπαν «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το πάσκα;» Κι' εκείνος τους είπε «Νά, πηγαίνοντας στη χώρα θ' απαντήστε άνθρωπο που θα κουβαλάει σταμνί νερό· ακολουθήστε τον στο σπίτι που πηγαίνει. Και να πείτε του νοικοκύρη του σπιτιού Σου λέει ο δάσκαλος Πού 'ναι το κονάκι όπου θα φάω το πάσκα με τους μαθητάδες μου; Κι' εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώι στρωμένο· εκεί ετοιμάστε.» Και πήγαν κι’ ηύρανε καθώς τους είχε πει, κι’ ετοίμασαν το πάσκα.

134. Και σαν ήρθε η ώρα κάθησε, καθώς κι’ οι απόστολοι μαζί του. Και τους είπε «Αποθυμιά αποθύμησα τούτο το πάσκα ναν το φάω μαζί σας, πρι να πάθω. Γιατί σας λέω πως πια δε θαν το φάω παρά σα φτάσει η ώρα του, μέσα σ' τη βασιλεία του Θεού.» Και παίρνοντας από το χέρι τους ποτήρι, δοξολόγησε κι’ είπε «Πάρτε αυτό και μοιράστε το· γιατί σας λέω, δε θα πιω από τώρα πια αμπελόθρέμμα ως που να φτάσει η βασιλεία του Θεού.» Και παίρνοντας ψωμί, δοξολόγησε και τόκοψε κομάτια και τους έδωκε λέγοντας «Αυτό 'ναι το κορμί μου που δίνεται για το καλό σας. Κάνετέ το για να με θυμάστε.» Και το ίδιο πήρε το ποτήρι ύ«στερα από το δείπνο κι’ είπε «Ετούτο το ποτήρι είναι η καινούργια η διαθήκη με το αίμα μου που χύνεται για το καλό σας. Όμως να το χέρι του παραδότη μου μαζί μου απάνου στο τραπέζι. Γιατί ναι μεν πηγαίνει ο γιος τ' ανθρώπου κατά τ' αποφασισμένα· όμως αλίμονο τ' ανθρώπου εκείνου που κάνει τον και παραδίνεται», Κι' άρχισαν αυτοί να συζητούνε μεταξύ τους το πιος τους είτανε ναν το κάνει αυτό.

135. Κι' έγινε μεταξύ τους και συνερισμός το πιος τους τάχα να 'ναι ο μεγαλύτερος. Κι' εκείνος τους είπε «Οι βασιλιάδες των εθνών τα ορίζουν, κι’ όσοι τα κυβερνούνε κράζουνται ευεργέτες· όμως όχι εσείς το ίδιο, μόνε ο πιο μεγάλος σας ας γίνει σαν τον πιο μικρό κι’ ο αρχηγός καθώς τον υπερέτη. Γιατί πιος ο μεγαλύτερος, ο καθισμένος ή αυτός που υπερετεί; δεν είναι ο καθισμένος; Εγώ όμως μεταξύ σας είμαι σαν τον υπερέτη. Κι' εσείς σταθήκατε μαζί μου ως στο τέλος κατά τα παθήματά μου· κι’ αφίνω εγώ για σας — όπως όρισε ο πατέρας μου για μένα βασιλεία — το να τρώτε και να πίνετε από το τραπέζι μου μέσα στη βασιλεία μου, και θα κάτσετε σε θρόνους κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ.

136. «Σίμωνα, Σίμωνα, να ο Σατανάς σάς γύρεψε για να σας κοσκινίσει σαν το στάρι. Εγώ όμως παρακάλεσα για σένα, η πίστη σου να μη σωθεί, κι’ εσύ, μια μέρα σα γυρίσεις, στήριξε τους αδερφούς σου.» Κι' εκείνος τούπε «Κύριε, είμαι έτοιμος μαζί σου και σε φυλακή να σήρω και σε θάνατο.» Κι' εκείνος είπε «Σου λέω, Πέτρο, πρι σήμερα λαλήσει πετεινός, ως τρεις φορές θαν τ' αρνηθείς πως δε με ξέρεις.» Και τους είπε «Ότα σας έστειλα χωρίς πουγγί και ταγάρι και σαντάλια, μήπως στερηθήκατε τίποτα;» Κι' εκείνοι είπαν «Τίποτα.» Και τους είπε «Μα τώρα όπιος έχει πουγγί ας το πάρει, το ίδιο και ταγάρι· κι’ όπιος δεν έχει, ας πουλήσει το φόρεμά του κι’ ας αγοράσει σπαθί. Γιατί σας λέω πως τούτο το γραμένο πρέπει να μου τύχει, το Και με κακούργους τόνε λογάριασαν . Γιατί τα δικά μου τέλιωσαν.» Κι' εκείνοι είπανε «Κύριε, να διο σπαθιά εδώ.» Κι' εκείνος τους είπε «Σώνουν.»

137. Και βγήκε και πήγε όπως συνήθιζε στο Ελιοβούνι· και τον ακολούθησαν κι’ οι μαθητάδες. Κι' όταν έφτασε στο μέρος, τους είπε «Προσεύκεστε για να μην πέστε σε πειρασμό.» Κι' αυτός τραβήχτη χώρια τους ως μια πετριά, κι’ αφού γονάτισε, περικαλιούνταν κι’ έλεγε «Πατέρα, α θέλεις, πάρε το από κοντά μου το ποτήρι αυτό· όμως όχι το θέλημά μου, μόνε το δικό σου ας γίνει.» Και σα σηκώθηκε από την προσευκή, ήρθε στους μαθητάδες και τους βρήκε από τη λύπη κοιμισμένους, και τους είπε «Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύκεστε για να μη πέστε σε πειρασμό.»

138. Κι' ενώ μιλούσε ακόμα, να πλήθος, κι’ ο Ιούδας πούλεγαν, ένας από τους δώδεκα, περπατούσε ομπρός τους, και πήγε στον Ιησού κοντά ναν τόνε φιλήσει. Κι' ο Ιησούς τούπε «Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις το γιο τ' ανθρώπου;» Και σαν είδαν οι τριγύρω του το τι θα γίνει, είπαν «Κύριε, να χτυπήσουμε με το σπαθί;» Και χτύπησε κάπιος τους το σκλάβο του αρχιπαπά και τούκοψε τ' αυτί του το δεξύ. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ είπε «Αφίστε· ως αυτού.» Κι' άγγιξε τ' αυτί και τόνε γιάτρεψε. Κι' είπε ο Ιησούς στους πρωτοπαπάδες και τους αρχιφυλάκους του ναού και στους δημογερόντους πούρθανε εναντίον του «Λες για κακούργο βγήκατε με σπαθιά και ξύλα. Κάθε μέρα είμουνα μαζί σας μέσα στο ναό και δεν απλώσατε τα χέρια να με πιάστε. Όμως αυτή 'ναι η ώρα σας κι’ ο ορισμός της σκοτεινιάς.»

139. Κι' αφού τον έπιασαν, τον πήραν και τον πήγανε στου αρχιπαπά. Κι' ο Πέτρος ακολούθαε από μακριά. . Και σαν ανάψανε φωτιά στη μέση της αυλής κι’ όλοι καθίσανε μαζί, καθότανε στη μέση τους κι’ ο Πέτρος. Και τον είδε μια κοπέλλα καθισμένο στη φωτιά κοντά, και στυλώνοντας τα μάτια απάνου του είπε «Κι' αυτός είτανε μαζί του.» Κι' αυτός αρνήθη κι’ είπε «Δεν τον ξέρω, κορίτσι μου.» Και σε λίγο τον είδε ένας άλλος κι’ είπε «Κι' εσύ 'σαι από κείνους.» Κι' ο Πέτρος είπε «Άνθρωπε, δεν είμαι.» Και σαν πέρασε ως μια ώρα, ένας άλλος έλεγε με πεισμα «Αλήθια κι’ αυτός είτανε μαζί του · γιατί 'ναι και Γαλιλαίος.» Κι' ο Πέτρος είπε «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες.» Και στη στιγμή, ενώ μιλούσε ακόμα, λάλησε πετεινός, κι’ ο Κύριος γυρνώντας κοίταξε τον Πέτρο, και θυμήθη ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου, όπως τούπε, πως «Πρι σήμερα λαλήσει πετεινός, τρεις φορές θα μ' αρνηθείς.» Και βγήκε όξω κι’ έκλαψε πικρά. Κι' οι άντρες που τον φύλαγαν, τον περγελούσαν κι’ έδαιρναν, και του σκέπασαν τα μάτια και τόνε ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Προφήτεψε πιος σε χτύπησε.» Κι' άλλα πολλά του λέγανε με τις βλαστήμιες.

140. Και σαν ξημέρωσε, μαζεύτηκε η γεροντεία του λαού, οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι, και τον πήρανε στη σύνοδό τους λέγοντας «Αν εσύ 'σαι ο Χριστός; Πες μας.» Και τους είπε «Α σας πω, δε θα πιστέψτε· κι’ α σας ρωτήσω, δε θ' αποκριθείτε. Όμως από τώρα θα κάθεται ο γιος τ' ανθρώπου δεξιά από του Θεού τη δύναμη.» Κι' είπαν όλοι. «Λοιπόν εσύ είσαι ο γιος του Θεού;» Κι' εκείνος τους είπε «Εσείς το λέτε πως εγώ 'μαι.» Κι' εκείνοι είπαν «Τι θέλουμε πια μαρτυρία; Γιατί τ' ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του.»


Chapter 23

141. Και σηκώθηκε όλο τους το πλήθος και τον πήγανε στον Πειλάτο. Κι' αρχίσανε ναν τον κατηγορούνε λέγοντας «Αυτόν εδώ τον ηύραμε που στρέβλωνε το έθνος μας και του Καίσαρα αμπόδιζε ναν του δίνουνε φόρους κι’ έλεγε πως είναι ο μυρωμένος βασιλέας.» Κι' ο Πειλάτος τόνε ρώτησε κι’ είπε «Εσύ 'σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;» Κι' εκείνος τ' απάντησε κι’ είπε «Εσύ το λες.» Κι' ο Πειλάτος είπε στους πρωτοπαπάδες και στα πλήθη «Δε βρίσκω φταίξιμο σ' αυτόν τον άνθρωπο.» Κι' εκείνοι λέγανε πεισματικά πως «Αναστατώνει το λαό διδάσκοντας σ' όλη την Ιουδαία κι’ αρχινώντας από τη Γαλιλαία ως εδώ.» Και σαν τ' άκουσε ο Πειλάτος, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος, και σαν έμαθε πως είταν από την εξουσία του Ηρώδη, τον έστειλε απάνου στον Ηρώδη πούτανε κι’ εκείνος τότες στα Ιεροσόλυμα.

142. Κι' ο Ηρώδης όταν είδε τον Ιησού, χάρηκε υπερβολικά· γιατί αρκετόν καιρό ήθελε ναν τόνε δει με το ν' ακούει γι' αυτόν, κι’ έλπιζε κάνα σημάδι ναν τόνε δει να κάνει. Και τόνε ρωτούσε λόγια πολλά· μα αυτός δεν τ' αποκρίθη τίποτα. Κι' οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι έστεκαν και τον κατηγορούσανε με πείσμα. Κι' ο Ηρώδης αφού τόνε ξευτέλισε μαζί με τα στρατό του και τόνε περίπαιξε, του φόρεσε μεγαλόπρεπη στολή και τον έστειλε του Πειλάτου. Και φιλιώθηκαν εκείνη την ημέρα ο Ηρώδης κι’ ο Πειλάτος μεταξύ τους· γιατί 'τανε μαλωμένοι πριν.

143. Κι' ο Πειλάτος έκραξε τους πρωτοπαπάδες και τους προεστούς και το λαό και τους είπε «Μου φέρατε αυτόν τον άνθρωπο πως τάχα στρεβλώνει το λαό, και να εγώ τον ανάκρινα μπροστά σας και δεν ηύρα σ' αυτόν τον άνθρωπο κανένα φταίξιμο που του κατηγοράτε. Μα μήτε κι’ ο Ηρώδης, γιατί τον έστειλε σ' εμάς. Και να τίποτα δεν έκανε που ν' αξίζει θάνατο. Λοιπόν θαν τον παιδέψω και θαν τον αφίσω.» Και φωνάξανε όλοι σύψυχοι και λέγανε «Σκότωσέ τον κι’ απόλυσέ μας το Βαραββά.», που για κάπια ταραχή πούγινε στη χώρα και για φόνο είτανε βαλμένος φυλακή.

144. Κι' ο Πειλάτος πάλι τους μίλησε θέλοντας ν' απολύσει τον Ιησού. Κι' αυτοί του φώναζαν και λέγανε «Σταύρωνε, σταύρωνέ τον.» Κι' εκείνος τρίτη φορά τους είπε «Γιατί τι κακό έκανε αυτός; Κανένα φταίξιμο δεν του βρήκα για θάνατο. Λοιπόν θαν τον παιδέψω και θαν τον αφίσω.» Κι' εκείνοι με φωνές μεγάλες τόνε βίαζαν παρακαλώντας τον ναν τόνε σταυρώσει, κι’ όλο δυναμώνανε οι φωνές τους. Κι' αποφάσισε ο Πειλάτος ναν τους γίνει η χάρη, και λευτέρωσε το φυλακισμένο για ταραχή και φόνο που ζητούσαν, και τον Ιησού τους τον παράδωκε στη βούλησή τους.

145. Και πηγαίνοντάς τον σταματήσανε έναν κάπιο Σίμωνα από την Κυρήνη που γύριζε από το χωράφι, και του φορτώσανε να κουβαλήσει το σταυρό πίσω από τον Ιησού. Και τον ακολούθαε πλήθος πολύ λαός, και γυναίκες που στηθοκοπιούνταν και τον έκλαιγαν. Και γύρισε ο Ιησούς στις γυναίκες κι’ είπε «Κόρες της Ιερουσαλήμ μη με κλαίτε· παρά εσάς «να κλαίτε, εσάς και τα παιδιά σας, γιατί έρχουνται νά μέρες που θα πουν Καλότυχες οι στείρες κι’ οι κοιλιές που δε γέννησαν κι’ οι κόρφοι που δε βύζαξαν. Τότες θ' αρχίσουν και θα λένε στα όρη Πέστε απάνου μας, και στα βουνά Πλακώστε μας, γιατί αν αυτά του κάνουν του χλωρού του δέντρου, τι θα πάθει το ξερό;»

146. Και πηγαίνανε μαζί του κι’ άλλους διο κακούργους ναν τους θανατώσουν. Κι' ότα φτάσανε στο μέρος που το λένε Κάρα, εκεί τόνε σταυρώσανε, καθώς και τους κακούργους, ένανε δεξιά κι’ έναν αριστερά. Και μοιράζοντας τα φορέματά του ρήξανε λαχνό. Κι' έστεκε ο λαός και κοίταζε. Κι' οι προεστοί τον περγελούσαν κι έλεγαν «Άλλους έσωσε, ας σωθεί κι’ ο ίδιος αν είναι ο γιος ο μυρωμένος του Θεού ο εκλεχτός.» Και πηγαίνοντας κι’ οι στρατιώτες τον περίπαιξαν, προσφέρνοντάς του ξύδι και λέγοντας «Αν εσύ σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων, σώσου ο ίδιος.» Κι' είταν κι’ επιγραφή από πάνου του Βασιλέας των Ιουδαίων αυτός .

147. Κι' ένας από τους κρεμασμένους τους κακούργους τόνε βλαστημούσε «Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; σώσου εσύ και σώσε μας κι’ εμάς.» Κι' αποκρίθη ο άλλος και τόνε μάλωσε κι’ είπε «Μήτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ που παιδεύεσαι το ίδιο; Κι' εμείς ναι δίκια· γιατί στα έργα μας αξίζει το ό,τι βρήκαμε· μα τίποτα αυτός δεν έκανε άπρεπο.» Κι' έλεγε «Ιησού, θυμήσου με όταν πας στη βασιλεία σου.» Και τούπε «Αληθινά σου λέω, σήμερα θα βρεθείς μαζί μου στον παράδεισο.»

148. Κι' είταν πια τότε η ώρα ως έξη και σκοτείνιασε όλη η γη ως στις εννιά η ώρα με το να χάθη ο ήλιος, και σκίστηκε τ' άπλωμα του ναού στη μέση. Και φώναξε ο Ιησούς φωνή μεγάλη κι’ είπε «Πατέ ρα, στα χέρια σου αφίνω την ψυχή μου.» Κι' άμα τόπε αυτό, ξεψύχησε. Κι' όταν είδε ο εκατόνταρχος τι έτυχε, δόξαζε το Θεό λέγοντας «Αληθινά ο άνθρωπος αυτός είταν άγιος.» Κι' όλα τα πλήθη πούχανε μαζευτεί να δουν αυτό το θέαμα, σαν είδαν όσα γίνανε, γυρνούσαν πίσω χτυπώντας τα στήθια. Κι έστεκαν όλοι οι δικοί του από μακριά, καθώς κι’ οι γυναίκες όσες τόνε συνόδευαν από τη Γαλιλαία, βλέποντάς τα αυτά.

149. Και να ένας άνθρωπος μ' όνομα Ιωσήφ πούτανε συνοδικός, άνθρωπος καλός ενάρετος (αυτός δεν είχε συφωνήσει με τη σύνοδο και με το κάμωμά τους), από την Αριμαθαία, χώρα των Ιουδαίων, π' απάντεχε τη βασιλεία του Θεού, αυτός πήγε στον Πειλάτο και ζήτησε το λείψανο του Ιησού, και το κατέβασε και τύλιξε μέσα σε σάβανο, και τόθαψε σε πελεκημένο μνήμα που κανείς ακόμα δεν είτανε θαμένος. Κι' η μέρα είτανε παρασκευή και χάραζε σαββάτο. Και καταπόδι ακολουθώντας οι γυναίκες, όσες ήρθανε μαζί του από τη Γαλιλαία, παρατήρησαν το μνήμα και πως θάφτηκε το λείψανο του. Και γυρνώντας πίσω ετοιμάσανε μπάλσαμα και μυρουδικά. Και το σαββάτο ησύχασαν κατά την εντολή.


Chapter 24

150. Και τα πρωτοβδόμαδα με τα βαθιά χαράματα ήρθανε στο μνήμα φέρνοντας τα μπάλσαμα πούχαν ετοιμάσει. Και βρήκανε την πέτρα κυλισμένη πέρα από το μνήμα, και μπαίνοντας δε βρήκαν το λείψανο του Κυρίου μας του Ιησού. Και συνέβη, ενώ απορούσανε μ' αυτό, να διο άντρες πρόβαλαν ομπρός τους με στολές αστραφτερές. Κι' εκεί που τρόμαξαν και πούγαιρναν το πρόσωπό τους χάμου, τους είπαν «Τι γυρεύετε το ζωντανό με τους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, μόνε αναστήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας μίλησε όταν είτανε στη Γαλιλαία ακόμα, λέγοντας πως πρέπει ο γιος τ' ανθρώπου να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων αμαρτωλών και να σταυρωθεί και την τρίτη μέρα ν' αναστηθεί.» Και θυμήθηκαν τα λόγια του, και γύρισαν από το μνήμα πίσω κι’ είπαν όλα αυτά στους έντεκα και σ' όλους τους λοιπούς. Κι' είταν η Μαγδαληνή η Μαρία, κι’ η Ιωάνα, κι’ η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, κι’ οι λοιπές μαζί τους τάλεγαν αυτά στους αποστόλους. Και τους φανήκανε σα μύθοι αυτά τα λόγια και δεν τα πιστεύανε. Κι' ο Πέτρος σηκώθη κι’ έτρεξε στο μνήμα, κι’ έσκυψε και βλέπει μοναχά τα σάβανα, κι’ έφυγε απορώντας μέσα του με το περιστατικό.

151. Και να διο τους την ίδια μέρα πηγαίνανε σε χωριό εξήντα στάδια αλάργα από την Ιερουσαλήμ, που τ' όνομά του Εμμαούς, και μιλούσανε μεταξύ τους για όλα αυτά που έτυχαν. Και συνέβηκε, την ώρα που μιλούσανε και συζητούσαν, σίμωσε ο Ιησούς και περπατούσε μαζί τους· μα τα μάτια τους τούς είτανε πιασμένα να μην τόνε γνωρίσουν. Και τους είπε «Τι 'ναι αυτά τα λόγια που περπατώντας συζητάτε μεταξύ σας;» Και σταθήκανε λυπημένοι. Κι' αποκρίθη ο ένας, μ' όνομα Κλεόπας, και τούπε «Εσύ μονάχα κάθεσαι στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έτυχαν εκεί αυτές τις μέρες;» Και τους είπε «Πια;» Κι' εκείνοι τούπαν «Αυτά του Ιησού του Ναζαρηνού που στάθηκε προφήτης δυνατός μ' έργο και με λόγο στα μάτια του Θεού και σ' όλου του λαού, και πως τον παραδώκανε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι αρχόντοι μας να τιμωρηθεί με θάνατο και τόνε σταύρωσαν. Κι' εμείς ελπίζαμε πως είναι αυτός που θα λευτέρωνε τον Ισραήλ μα ως τόσο να τρεις μέρες τώρα παν απ' όταν έγιναν αυτά. Μόνε και μερικές γυναίκες μας μάς σάστισαν, που πήγαν την αυγή στο μνήμα, και σα δε βρήκανε τα λείψανό του ήρθαν και μας λεν πως είδανε κι’ αγγέλων ίδωμα που λεν πως ζει. Και πήγανε μερικοί και δικοί μας στο μνήμα, και βρήκαν έτσι καθώς είπαν οι γυναίκες, όμως τον ίδιο δεν τον είδαν.» Κι' εκείνος τους είπε «Ω ανθρώποι δίχως νου και με καρδιά αργοπίστευτη ύστερα απ' όλα όσα γράψανε οι Προφήτες! Αυτά δεν έπρεπε ο Χριστός να πάθει και να μπει στη δόξα του;» Κι' αρχίζοντας από το Μωυσή κι απ' όλους τους Προφήτες, τους ξήγησε τα δικά του μέσα σ' όλες τις Γραφές. Κι' είχανε φτάσει στο χωριό που πήγαιναν, κι’ αυτός καμώθη πως πηγαίνει πιο μακρύτερα· και τον κάνανε να μείνει λέγοντας «Μείνε μαζί μας, γιατί κοντεύει βράδυ κι’ έγηρε πια η μέρα.» Και μπήκε να μείνει μαζί τους. Και συνέβηκε, όταν κάθησε να φάει μαζί τους, πήρε το ψωμί και βλόγησε, και τόκοψε κομάτια και τους έδινε· κι’ άνοιξαν τα μάτια τους και τον αναγνώρισαν. Κι' αυτός τους έγινε άφαντος. Κι' είπανε μεταξύ τους «Δεν έκαιγε η καρδιά μας, καθώς στο δρόμο μας μιλούσε, το πώς μας ξήγαε τις Γραφές!»

152. Και σηκώθηκαν την ίδια ώρα και γυρίσανε πίσω στην Ιερουσαλήμ. Και βρήκανε μαζεμένους τους έντεκα και τους συντρόφους τους, που λέγανε πως αληθινά αναστήθη ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα. Κι' αυτοί ξηγούσαν όσα τύχανε στο δρόμο και πως τον αναγνώρισαν κατά το κόψιμο του ψωμιού. Κι' ενώ μιλούσαν έτσι, στάθηκε εκείνος μεταξύ τους και τους λέει· «Ειρήνη σας.» Κι' από την ταραχή τους και το φόβο που τους πήρε νόμιζαν πως θωρούνε φάντασμα. Και τους είπε «Τι είστε ταραγμένοι και τι στοχασμοί σας ανεβαίνουνε στο νου; Κοιτάξτε μου τα χέρια μου και πόδια μου, πως είμαι εγώ ο ίδιος. Ψάξτε με και κοιτάξτε, τι φάντασμα δεν έχει σάρκα μήτε κόκκαλα όπως θωράτε κι’ έχω εγώ.» Και σαν τόπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια. Κι' ενώ ακόμα αυτοί απιστούσαν από τη χαρά και σάστιζαν, τους είπε «Έχετε τίποτα εδώ φαγώσιμο;» Κι' αυτοί του δώκανε λίγο ψημένο ψάρι, και το πήρε ομπρός τους κι’ έφαγε. Και τους είπε «Αυτά 'ναι τα λόγια μου που σας μίλησα όταν είμουνα ακόμα μαζί σας, πως πρέπει ν αληθέψουν όλα τα γραμένα μέσα στο Νόμο του Μωυσή και μέσα στους Προφήτες και Ψαλμούς για μένα.» Τότες τους άνοιξε το νου να καταλάβουν τις Γραφές, και τους είπε πως «Έτσι γράφτηκε, ο Χριστός να πάθει και ν' αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα, και στ' όνομά του να διαλαληθεί σ' όλα τα έθνη — αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ — μετανιωμός για να συχωρεθούν οι αμαρτίες. Εσείς αυτά θαν τα κηρύξτε. Και να εγώ σας στέλνω το ό,τι έταξε ο πατέρας μου. Κι' εσείς καθήστε μέσ' στη χώρα ως που να φορεθείτε από τα ύψη δύναμη.»

Και τους πήγε όξω ως κοντά στη Βηθανία και σήκωσε τα χέρια και τους βλόγησε. Και συνέβη, εκεί που τους βλογούσε, αποχωρίστη από κοντά τους και σηκώνουνταν στον ουρανό. Κι' εκείνοι τον προσκύνησαν, και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη, κι’ έμεναν πάντα μέσα στο ναό δοξολογώντας το Θεό.